Άρθρα
Αρθρογράφοι
Φόρουμ
Νέες δημοσιεύσεις
Αναζήτηση στο Φόρουμ
Τι νέα
Νέες δημοσιεύσεις
Νέες δημοσιεύσεις προφίλ
Τελευταία δραστηριότητα
Μέλη
Εγγεγραμμένα μέλη
Τρέχοντες επισκέπτες
Νέες δημοσιεύσεις προφίλ
Δημοσιεύσεις προφίλ αναζήτησης
Σύνδεση
Ελληνικά
Language Chooser
English (US)
Ελληνικά
Español
Τι νέα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Αναζήτηση τίτλων μόνο
Με:
Νέες δημοσιεύσεις
Αναζήτηση στο Φόρουμ
Μενού
Σύνδεση
Install the app
Εγκαθιστώ
Φόρουμ
Ομηρική Ιθάκη - Η Γεωγραφία της Οδύσσειας
Ομήρου Οδύσσεια - Αναλύσεις ραψωδιών
Ραψωδία ρ΄ - Άφιξη Οδυσσέα (ζητιάνου) στο παλάτι. Άργος, το πιστό σκυλί του Οδυσσέα.
Ραψωδία ρ': Η παρουσία κυνών - σκυλιών - στην Οδύσσεια.
Η JavaScript είναι απενεργοποιημένη. Για καλύτερη εμπειρία, παρακαλούμε ενεργοποιήστε το JavaScript στον browser σας πριν προχωρήσετε.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Απάντηση στο θέμα
Μήνυμα
<blockquote data-quote="Νικόλαος Καμπάνης - Mentor" data-source="post: 203" data-attributes="member: 4"><p style="text-align: center">[ATTACH=full]863[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη</span></strong>.</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: justify">[P]Ο Τηλέμαχος κατευθύνεται στην αγορά, όπου θα διεξαχθεί η πρώτη Συνέλευση των Ιθακησίων από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. <strong>Τον συνοδεύουν δυο άργοι κύνες τελετουργικά</strong>:[/P]</p> <p style="text-align: center"><strong>«… <span style="color: rgb(226, 80, 65)">Αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">βῆ ῥ’ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο</span>. ..."</strong></p> <p style="text-align: center"><strong>... <span style="color: rgb(65, 168, 95)">Μόλις μαζεύτηκαν κι ομήγυρις γινήκαν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">κατέβηκε στην αγορά κι είχε το δόρυ στην παλάμη το χαλκό,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">όχι μονάχος, πίσω του έποντο δυο σκύλοι άσπροι βέβαια</span>. ...</strong></p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια β’ 9-11</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]866[/ATTACH]<strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">H Aρετούσα του Μάνου Χατζή</span></strong>.</p> <p style="text-align: justify">[P]Φτάνοντας ο Οδυσσέας <strong>στο παλάτι του Αλκίνοου στη Σχερία</strong>, αντικρίζει πολλά εντυπωσιακά. Ανάμεσα σε αυτά και <strong>δυο σειρές με αγάλματα σκυλιών</strong>, να όπως ο τελετουργικός διάδρομος από λιοντάρια στη Δήλο:[/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Χρύσειοι δ’ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα</span>. </strong>..."</p> <p style="text-align: center">...<strong> <span style="color: rgb(65, 168, 95)">Χρυσοί δε απ΄τις δυό μεριές και αργυροί ήτανε κύνες,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">αυτούς που Ήφαιστος σχεδίασε έμπειρος νους στην τέχνη</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">ώστε να κάνουν πως φυλάν το δώμα του Αλκίνοου πού ’χε καρδιά μεγάλη,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">όντας αθάνατους κι αγέραστους όλες τις μέρες που περνούν</span>. </strong>...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια η’ 91-94</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]869[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Χερσόνησος Cirkewwa της Μάλτας. Εδώ μπροστά μας ήταν το παλάτι της Κίρκης και όλα γύρω με πυκνό δάσος. Απέναντι το Gozo</span></strong>.</p> <p style="text-align: center">Views from St. Agatha's Tower - Red Tower, Mellieha Malta</p> <p style="text-align: center">Maltese People In Malta all by Lillian Chetcuti Riolo.</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: justify">[P]Θα μείνουμε με την εντύπωση ότι το παλάτι της Κίρκης ήταν στην πραγματικότητα ένα προϊστορικό κέντρο γενετικών ερευνών και αυτή η διευθύντρια! Πάντως, τα δύο αναφερόμενα είδη, <strong>λύκοι</strong> και λέοντες, είναι ακριβώς <strong>οι πρόγονοι των σημερινών σκύλων</strong> και γατών !![/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Εὗρον δ’ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἑνὶ χώρῳ·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ’ ἔδωκεν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Οὐδ’ οἵ γ’ ὡρμήθησαν ἐπ’ ἀνδράσιν, ἀλλ’ ἄρα τοί γε</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">σαίνωσ’, αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">σαῖνον· τοὶ δ’ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα</span>.</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Εὗρον δε μες στο ξέφωτο της Κίρκης τα παλάτια τα χτισμένα</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">με πέτρες λαξευτές, σε χώρο να δεσπόζει (σαν μεγαλιθικό)·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">γύρω δέ σε αυτούς λύκοι ἦσαν που ζουν στα όρη μα και λέοντες,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">τοὺς οποίους μάγεψε αὐτὴ, ἐπειδή κακὰ φάρμακα (τους) ἔδωκεν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">που βέβαια αυτοί δεν όρμησαν στους άνδρες, αλλά αντίθετα αυτοί</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">με τις μακριές οὐρές σείοντας πέρα-δώθε σηκώθηκαν ορθά.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν γύρω σε αφέντη κύνες που έρχεται να τα ταΐσει</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">σείουν, και διότι πάντα φέρνει ό,τι τραβά η ψυχή τους,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">όπως σ’ αυτούς οι λύκοι γύρω-γύρω με τα γαμψά τα νύχια και οι λέοντες</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">έσειαν· κι ετούτοι φοβηθήκαν, μια πού ἴδαν τα πελώρια αυτά πρωτοφανή</span>.</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια κ’ 210-219</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Άνουβις, από το Αιγυπτιακό Μουσείο</span></strong>. [ATTACH=full]862[/ATTACH] [ATTACH=full]873[/ATTACH]</p> <p style="text-align: justify"></p> <p style="text-align: justify">[P]Ο <strong>Ηρακλέας μετέφερε το σκυλί από τον Κάτω Κόσμο</strong> για χάρη ενός κάκιστου εντολέα. Δεν λέει πουθενά ότι το επέστρεψε, δεν λέει πουθενά ότι είχε τρία κεφάλια, ούτε ότι λεγόταν κέρβερος και εμείς άνετα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την ιδέα για μια εκστρατεία στην Αίγυπτο, με σκοπό μια τυμβωρυχία είχε, ας πούμε ένας Ευρυσθέας βασιλιάς της Τίρυνθας, απ' όπου ένας ατρόμητος Ηρακλέας που δεν φοβόταν σκοτάδια, προλήψεις και την κατάρα του Φαραώ, άρπαξε έναν Άνουβις, όπως και κάποιοι άλλοι της λυκοσυμμορίας λίγο αργότερα, ή τότε μαζί του, ένα κουβούκλιο και το περιέφεραν στην έρημο ως κιβωτό της διαθήκης (του θαμένου φαραώ):[/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ζηνὸς μὲν πάις ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀιζὺν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">εἶχον ἀπειρεσίην· μάλα γὰρ πολλῇ χείρονι φωτὶ</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ’ ἀέθλους.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Καί ποτέ μ’ ἐνθάδ’ ἔπεμψε κύν’ ἄξοντ’· οὐ γὰρ ἔτ’ ἄλλον</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἑρμείας δέ μ’ ἔπεμψεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη</span>.”</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Αν και παιδί Ζηνὸς σαν ήμουνα Κρονίονος, πίκρα παρ’ όλ’ αυτά</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">εἶχα ἀπειροστή· ακόμα διότι πιο πολύ χειρότερη απ’ ένα ανθρωπάκι</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">δεχόμουν να υποστώ, και που για μένα χαλεπώς διέταζε τους άθλους.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Και κάποτε έστειλε εμένανε εδώ να φέρω το σκυλί· διότι άλλος πια δεν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">πίστευε βέβαια για με να υπήρχε άθλος τρανότερος από αυτόν·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">και τον οποίο σήκωσα εγώ κι έφερα από τον Άδη,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Ἑρμείας δέ με ἔπεμψε και η γλαυκῶπις Ἀθηνά</span> ”.</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια λ’ 620-626</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]868[/ATTACH] <strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Η Σκύλλα, κατά τον Κώστα Ν. Καμπάνη</span></strong>.</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: justify">[P]Η <strong>Σκύλλα</strong> στη ραψωδία μ’ αναφέρεται οκτώ φορές, ενώ παρουσιάζεται τρεις. Την αναφέρει η Κίρκη 3 φορές (μ’ 85, 108, 125), κατά τη διέλευση με τους συντρόφους υπάρχει στο κείμενο η λέξη τρις (μ’ 231, 245, 261), ενώ στην επιστροφή, μόνος του πια ο Οδυσσέας την αποφεύγει, κρεμιέται από τον ‘’ἐρινεὸν’’, ενώπιον της Χάρυβδης, όπου την αναφέρει το έπος άλλες δύο φορές (μ’ 430, 445) .[/P][P]Ότι <strong>έβγαζε ήχο σκυλιού, σαν σκουριασμένη αλυσίδα, γρανάζι, τροχαλία</strong> κάπως, μας το αναφέρει η Κίρκη:[/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἔνθα δ’ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">γίγνεται, αὐτὴ δ’ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">γηθήσειεν ἰδών, οὐδ’ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν</span>.</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">όπου κι η Σκύλλα μένει εντός αλυχτούσα τρομερά.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Και της οποίας η φωνὴ ὅση σκύλακος νεογιλῆς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">γίνεται, κι η ίδια απ’ την άλλη πελώριο κακό· ούτε αυτήνε κάποιος</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">θε’ να χαιρόταν αν τη δει, ούτ’ αν οὐτ’ αν θεὸς ευρίσκετο ενώπιον</span></strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια μ’ 85-88</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]871[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Η χοιρόμαντρα του Εύμαιου στη Φακιμιά</span></strong> (4) <span style="color: rgb(71, 85, 119)"><strong>του Αθέρα, όπως φαίνεται από την Κόρακος Πέτρα</strong></span>.</p> <p style="text-align: center">5. Υπολείματα συφεών (θέσεων φιλοξενίας θηλυκών χοίρων).</p><p></p><p>[P]Τα <strong>τσοπανόσκυλα του Εύμαιου</strong> δείχνουν <strong>άγριες διαθέσεις προς τον άγνωστο</strong> προς αυτούς ζητιάνο - Οδυσσέα...[/P]</p><p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Πὰρ δὲ κύνες θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Αὐτὸς δ’ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">τάμνων δέρμα βόειον ἐυχροές· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ᾤχοντ’ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ’ ἀγρομένοισι σύεσσιν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ὄφρ’ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἐξαπίνης δ’ Ὀδυσσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οἱ μὲν κεκληγῶτες ἐπέδραμον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἔζετο κερδοσύνῃ, σκῆπτρον δὲ οἱ ἔκπεσε χειρός.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἔσσυτ’ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">πυκνῇσιν λιθάδεσσιν</span>· </strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Κι από κοντά σκύλοι που έμοιαζαν με θηρία πάντα παραμονεύαν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>τέσσαρες, που ανέθρεψε χοιροβοσκός, ο ομαδάρχης των ανδρών.</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Εκείνη τη στιγμή αυτός γύρω στα πόδια του πέδιλα προσπαθούσε να ταιριάξει,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>τέμνοντας δέρμα από βόδι εύχρωμο· ενώ οι άλλοι τότε</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>άλλος εδώ άλλος εκεί είχανε πεταχτεί προς τους αγρούς μαζί με τα γουρούνια,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>οι τρεις· ενώ τον τέταρτο απέστειλε στην πόλη,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>γουρούνι για τους υπερφίαλους να πάει τους μνηστήρες απ’ ανάγκη,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ώστε αφού το θυσιάσουνε από το κρέας (το πολύ) να κορεστεί η ψυχή (τους).</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Εξαπίνης είδαν δε τον Οδυσσέα τα σκυλιά που (έτσι) πάντοτε γαυγίζουν·</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>κι ενώ αυτά επέδραμαν ουρλιάζοντας, ο Οδυσσέας τότε</strong></span></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">καθότανε για να κερδίσει χρόνο, ενώ το σκήπτρο τού `πεσε από το χέρι.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Όπου και δίπλα στο μαντρί θα πάθαινε από λάθος συμφορά·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">αλλά γοργά συβώτης ‘‘τσακίστηκε’’ - τα πόδια έβαλε στους ώμους -</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">ξεπρόβαλε στο πρόθυρο, και τού ’πεσε απ’ το χέρι το σκουτί.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Και μάζευε φωνάζοντας αυτούς άλλον εδώ άλλον εκεί τους σκύλους</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">με μια ομοβροντία από πέτρες</span>· </strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια ξ’ 21-36</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]872[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Στην ίδια παραλία αποβιβάστηκαν Οδυσσέας και Τηλέμαχος, στο υπήνεμο λιμάνι του Φόρκυνα - Αθέρας. Και κατόπιν προσέγγισαν τον Εύμαιο από τη διαδρομή που διακρίνεται και ακολουθεί το σημερινό οδικό δίκτυο. Φτάνοντας στη θέση 5 των εγκαταστάσεων της χοιρόμαντρας τους υποδέχτηκαν τα σκυλιά</span></strong>.</p><p></p><p>[P]Τα <strong>τσοπανόσκυλα του Εύμαιου</strong> είναι <strong>ήμερα προς τον Τηλέμαχο που τον γνωρίζουν</strong>...[/P]</p><p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐδ’ ὕλαον, προσιόντα. Νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Αἶψα δ’ ἄρ’ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">«Εὔμαι’, ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ’ ἑταῖρος</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἀλλὰ περισσένουσι· ποδῶν δ’ ὑπὸ δοῦπον ἀκούω</span>».</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">τον δε Τηλέμαχο περικυκλώσανε κουνώντας την ουρά σκυλιά της μούρης που γαυγίζει,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">μα δεν γαυγίζαν, σαν πλησίασε. Κι εννόησε ευλογημένος Οδυσσεύς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">και όπως κούναγαν οι σκύλοι τις ουρές, και ‘‘περιήλθε’’ κτύπος από πόδια.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Κι έτσι ευθύς στον Εύμαιο είπε με λόγια φτερωτά:</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">«Εύμαιε, μάλλον θά ‘ρθει κάποιος σύντροφος εδώ</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">ή κι άλλος γνώριμος, οι σκύλοι επειδή ούτε γαυγίζουν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">αλλά ολόγυρα κουνάνε την ουρά· και γδούπο από κάτω ακούω των ποδιών</span>».</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια π’ 4-10</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]864[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη</span></strong>.</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: justify">[P]Ο Τηλέμαχος, επιστρέφει από την Πύλο μέσω Εχινάδων, υπήνεμου λιμένος Φόρκυνα - Αθέρας, της καλύβας του Εύμαιου (στη Φακιμιά) και αφού αναγνώρισε τον πατέρα του εκεί, την άλλη μέρα πάει στο παλάτι να δει τη μάνα του, να μην ανησυχεί, και κατόπιν κατευθύνεται στην αγορά να συναντήσει το λαό, τους φίλους και τους ανεπιθύμητους μνηστήρες. <strong>Τον συνοδεύουν όπως πάντα δυο άργοι κύνες τελετουργικά</strong>:[/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκειν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἔγχος ἔχων· ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο</span>.</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Κι έτσι έπειτα Τηλέμαχος βγήκε αφού διέσχισε το μέγαρο</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">έχοντας το ακόντιο· μαζί μ᾽ αυτόν βεβαίως δυο σκύλοι έποντο λευκοί</span>.</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια ρ’ 61-62</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]865[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Ο Πατούχας του Μάνου Χατζή σε ρεσιτάλ ηθοποιίας παίζοντας τον θάνατο του Άργου</span></strong>!</p><p></p><p style="text-align: justify">[P]Η κορυφαία στιγμή των Επών. Ο Οδυσσέας συναντάει τον ετοιμοθάνατο <strong>Άργο, το πιστό σκυλί</strong>, που τον αναγνωρίζει ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια απουσίας.[/P]</p> <p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ὧς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ᾤχετο. Τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἄν ἄγοιεν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάμβαλεν ἄμφω,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἐλθέμεν. Αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ῥεῖα λαθὼν Ἐύμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἢ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">γίγνοντ᾽, ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες».</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Ἐύμαιε συβῶτα·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">«Καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δὲ οἱ ἄλλοθι πάτρης</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν».</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ὧς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους ἐὺ ναιετάοντας,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρα λάβεν μέλανος θανάτοιο</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ</span>.</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">... <strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Κι όπως εκείνοι τέτοια αγορεύαν μεταξύ τους·</span></strong></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>εσήκωσε κι ένα σκυλί την κεφαλή και όπως ξαπλωμένο και τ᾽ αυτιά,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ο Άργος, του ταλαίπωρου του Οδυσσέα, που κάποτε αυτός αυτόν</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ανέθρεψ᾽ αφενός, αλλά δεν τον(ε) χάρηκε, και εις το Ίλιο πιο πριν (πόλη) ιερήν</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>αναχώρησε. Αυτόν(α) πιο παλιά οι νέοι άνδρες συνοδεύαν στα κυνήγια</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>γι’ αγριοκάτσικα και για ζαρκάδια και λαγούς·</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>έκτοτε κείται απεριποίητος λόγω της αναχώρησης του άνακτος</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>μες στην πολλή την κοπριά, την που μπροστά από τις θύρες</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>και ημιόνων και βοδιών χυμένη κάτω σε σωρό, ώστε να παίρνουν</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>υπηρέτες τ᾽ Οδυσσέα το μέγα τέμενος -το κτήμα- να κοπρίσουν·</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>εκεί όπου έκειτο ο Άργος το σκυλί γεμάτος με τσιμπούρια</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>πια τότε βέβαια, τον Οδυσσέα ως ενόησε που έφτασε κοντά,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>κούναγε μεν αυτό βεβαίως την ουρά και δυο κατέβασε αυτιά,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>κοντά όμως δεν τα κατάφερε έπειτα στον αφέντη του</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>νά έρθει. Ύστερ᾽ αυτός κοιτάζοντας οπίσω εσκούπισε ένα δάκρυ</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>κρυφά από τον Εύμαιο, και έκανε κατόπιν μιαν ερώτηση:</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>«Εύμαι᾽, υπέροχο σκυλί αυτό που κείτεται στην κοπριά.</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Κι όμορφος είναι στο κορμί, εκείνο βέβαια σαφώς που δεν γνωρίζω,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>αν ήτανε στο τρέξιμο ταχύς μια που και τέτοιο σώμα έχει,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ή τέτοιος όπως και σκυλιά για των ανθρώπων τα τραπέζια</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>γίνονται, κι ένεκα για τα χάδια τα περιποιούνται οι αφέντες».</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Κι απαντώντας προς αυτόν είπες, Εύμαιε συβώτα:</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>«Και βέβαια αυτός ο σκύλος ανδρός θανόντος μακριά.</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Αν ήταν τέτοιος αφ᾽ ενός στο σώμα και στα έργα αφ᾽ ετέρου,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>όπως αυτόν τον εγκατέλειπε ο Οδυσσεύς κινώντας για την Τροία,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ευθύς και βλέποντας θα θαύμαζες για την ταχύτητα και για το σφρίγος·</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>και διότι δεν υπήρχε πιθανότητα μες από την πυκνή τη βλάστηση να του ξεφύγει</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>θήραμα, ό,τι και νά ᾽χε τύχει· και διότι ιχνηλάτης τρομερός.</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Μα τώρα τον κατέλαβε κακότητα, ενώ ο αφέντης του μακριά απ᾽τηνπατρίδα</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>απωλέσθηκε, κι αυτόν γυναίκες ακαμάτρες δεν φροντίζουν.</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Οι δε θεραπαινίδες, αφ᾽ ότου τα αφεντικά δεν κάνουνε κουμάντο,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>ουκέτι θέλουν να εργάζονται έπειτα αξιέπαινα·</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>γιατί το ήμισυ της αρετής απομακρύνει Ζευς που όλα κατοπτεύει</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>του ανδρός, αφ᾽ ότου αυτόν η μέρα της δουλείας καταβάλει».</strong></span></p> <p style="text-align: center"><span style="color: rgb(65, 168, 95)"><strong>Σαν είπε εισήλθε μες στις σάλες τις καλές τις καλοκαμωμένες,</strong></span></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">και πέρασε ευθύς στο μέγαρο μαζί με τους αγέρωχους μνηστήρες.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Ενώ μετά τον Άργο κατέλαβε του μελανού του θάνατου η μοίρα</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">αφ᾽ ότου είδε εις τον εικοστό το χρόνο Οδυσσέα</span>.</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια ρ’ 290-327</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]867[/ATTACH]</p><p></p><p>[P]Έφηβος ο Οδυσσέας με τους θείους του σε κυνήγι αγριογούρουνου στον Παρνασσό. Μαζί τους <strong>μια κυνηγετική αγέλη ιχνηλατών σκύλων</strong>.[/P]</p><p style="text-align: center">«… <strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">βάν ῥ’ ἴμεν ἐς θήρην, ἠμὲν κύνες ἠδὲ καὶ αὐτοὶ</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἤιεν. Αἰπὺ δ’ ὄρος προσέβαν καταειμένον ὕλῃ</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Παρνησοῦ, τάχα δ’ ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">Ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">οἱ δ’ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες· πρὸ δ’ ἄρ’ αὐτῶν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤισαν, αὐτὰρ ὄπισθεν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(226, 80, 65)">ἤιεν ἄγχι κυνῶν κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος</span>.</strong> ..."</p> <p style="text-align: center">...<strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Άμα ξημέρωσε κι εφάνη η Αυγή με τις ακτίνες τις ροδαλές,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">κινήσανε να πάνε στο κυνήγι, από τη μία τα σκυλιά κι από την άλλοι οι ίδιοι</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">του Αυτολύκου οι υιοί· και με αυτούς μαζί ευλογημένος Οδυσσεύς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">ακολουθούσε. Και προς τ’ απότομο το όρος κατευθυνθήκαν το δασοκαλυμμένο</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">του Παρνασσού, φτάσανε δε ταχύτατα στις ανεμόδαρτες πλαγιές.</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">Ήλιος μεν έπειτα ξανά φώτισε τα χωράφια</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">απ’ τον βαθύ Ωκεανό που αργά κυλάει τα νερά του,</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">και φτάσανε σε μια χαράδρα οι κυνηγοί· ενώ μπροστ’ απ’ αυτούς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">(για) ίχνη ερευνώντας προχώρησαν οι σκύλοι, αμέσως όπισθεν</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">του Αυτολύκου οι υιοί μαζί δε με αυτούς ευλογημένος Οδυσσεύς</span></strong></p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(65, 168, 95)">ερχότανε πολύ κοντά στους σκύλους κραδαίνοντας κοντάρι απ’ τα μακριά</span>.</strong> ...</p> <p style="text-align: center">Οδύσσεια τ’ 428-438</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]870[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"><strong><span style="color: rgb(71, 85, 119)">Ο Άργος</span></strong> - Όμιλος Φίλων Κρητικού Ιχνηλάτη</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Νικόλαος Καμπάνης - Mentor, post: 203, member: 4"] [CENTER][ATTACH type="full" alt="1654815907033.png"]863[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη[/COLOR][/B]. [/CENTER] [JUSTIFY][P]Ο Τηλέμαχος κατευθύνεται στην αγορά, όπου θα διεξαχθεί η πρώτη Συνέλευση των Ιθακησίων από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. [B]Τον συνοδεύουν δυο άργοι κύνες τελετουργικά[/B]:[/P][/JUSTIFY] [CENTER][B]«… [COLOR=rgb(226, 80, 65)]Αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο, βῆ ῥ’ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος, οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο[/COLOR]. ..." ... [COLOR=rgb(65, 168, 95)]Μόλις μαζεύτηκαν κι ομήγυρις γινήκαν, κατέβηκε στην αγορά κι είχε το δόρυ στην παλάμη το χαλκό, όχι μονάχος, πίσω του έποντο δυο σκύλοι άσπροι βέβαια[/COLOR]. ...[/B] Οδύσσεια β’ 9-11 [ATTACH type="full" alt="1654816404270.png"]866[/ATTACH][B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]H Aρετούσα του Μάνου Χατζή[/COLOR][/B].[/CENTER] [JUSTIFY][P]Φτάνοντας ο Οδυσσέας [B]στο παλάτι του Αλκίνοου στη Σχερία[/B], αντικρίζει πολλά εντυπωσιακά. Ανάμεσα σε αυτά και [B]δυο σειρές με αγάλματα σκυλιών[/B], να όπως ο τελετουργικός διάδρομος από λιοντάρια στη Δήλο:[/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Χρύσειοι δ’ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν, οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο, ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα[/COLOR]. [/B]..." ...[B] [COLOR=rgb(65, 168, 95)]Χρυσοί δε απ΄τις δυό μεριές και αργυροί ήτανε κύνες, αυτούς που Ήφαιστος σχεδίασε έμπειρος νους στην τέχνη ώστε να κάνουν πως φυλάν το δώμα του Αλκίνοου πού ’χε καρδιά μεγάλη, όντας αθάνατους κι αγέραστους όλες τις μέρες που περνούν[/COLOR]. [/B]... Οδύσσεια η’ 91-94 [ATTACH type="full" alt="1654817459348.png"]869[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Χερσόνησος Cirkewwa της Μάλτας. Εδώ μπροστά μας ήταν το παλάτι της Κίρκης και όλα γύρω με πυκνό δάσος. Απέναντι το Gozo[/COLOR][/B]. Views from St. Agatha's Tower - Red Tower, Mellieha Malta Maltese People In Malta all by Lillian Chetcuti Riolo. [/CENTER] [JUSTIFY][P]Θα μείνουμε με την εντύπωση ότι το παλάτι της Κίρκης ήταν στην πραγματικότητα ένα προϊστορικό κέντρο γενετικών ερευνών και αυτή η διευθύντρια! Πάντως, τα δύο αναφερόμενα είδη, [B]λύκοι[/B] και λέοντες, είναι ακριβώς [B]οι πρόγονοι των σημερινών σκύλων[/B] και γατών !![/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Εὗρον δ’ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἑνὶ χώρῳ· ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες, τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ’ ἔδωκεν. Οὐδ’ οἵ γ’ ὡρμήθησαν ἐπ’ ἀνδράσιν, ἀλλ’ ἄρα τοί γε οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν. Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα σαίνωσ’, αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ, ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες σαῖνον· τοὶ δ’ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα[/COLOR].[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Εὗρον δε μες στο ξέφωτο της Κίρκης τα παλάτια τα χτισμένα με πέτρες λαξευτές, σε χώρο να δεσπόζει (σαν μεγαλιθικό)· γύρω δέ σε αυτούς λύκοι ἦσαν που ζουν στα όρη μα και λέοντες, τοὺς οποίους μάγεψε αὐτὴ, ἐπειδή κακὰ φάρμακα (τους) ἔδωκεν. που βέβαια αυτοί δεν όρμησαν στους άνδρες, αλλά αντίθετα αυτοί με τις μακριές οὐρές σείοντας πέρα-δώθε σηκώθηκαν ορθά. Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν γύρω σε αφέντη κύνες που έρχεται να τα ταΐσει σείουν, και διότι πάντα φέρνει ό,τι τραβά η ψυχή τους, όπως σ’ αυτούς οι λύκοι γύρω-γύρω με τα γαμψά τα νύχια και οι λέοντες έσειαν· κι ετούτοι φοβηθήκαν, μια πού ἴδαν τα πελώρια αυτά πρωτοφανή[/COLOR].[/B] ... Οδύσσεια κ’ 210-219 [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Άνουβις, από το Αιγυπτιακό Μουσείο[/COLOR][/B]. [ATTACH type="full" alt="1654815548451.png"]862[/ATTACH] [ATTACH type="full"]873[/ATTACH][/CENTER] [JUSTIFY] [P]Ο [B]Ηρακλέας μετέφερε το σκυλί από τον Κάτω Κόσμο[/B] για χάρη ενός κάκιστου εντολέα. Δεν λέει πουθενά ότι το επέστρεψε, δεν λέει πουθενά ότι είχε τρία κεφάλια, ούτε ότι λεγόταν κέρβερος και εμείς άνετα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την ιδέα για μια εκστρατεία στην Αίγυπτο, με σκοπό μια τυμβωρυχία είχε, ας πούμε ένας Ευρυσθέας βασιλιάς της Τίρυνθας, απ' όπου ένας ατρόμητος Ηρακλέας που δεν φοβόταν σκοτάδια, προλήψεις και την κατάρα του Φαραώ, άρπαξε έναν Άνουβις, όπως και κάποιοι άλλοι της λυκοσυμμορίας λίγο αργότερα, ή τότε μαζί του, ένα κουβούκλιο και το περιέφεραν στην έρημο ως κιβωτό της διαθήκης (του θαμένου φαραώ):[/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Ζηνὸς μὲν πάις ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀιζὺν εἶχον ἀπειρεσίην· μάλα γὰρ πολλῇ χείρονι φωτὶ δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ’ ἀέθλους. Καί ποτέ μ’ ἐνθάδ’ ἔπεμψε κύν’ ἄξοντ’· οὐ γὰρ ἔτ’ ἄλλον φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον· τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο, Ἑρμείας δέ μ’ ἔπεμψεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη[/COLOR].”[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Αν και παιδί Ζηνὸς σαν ήμουνα Κρονίονος, πίκρα παρ’ όλ’ αυτά εἶχα ἀπειροστή· ακόμα διότι πιο πολύ χειρότερη απ’ ένα ανθρωπάκι δεχόμουν να υποστώ, και που για μένα χαλεπώς διέταζε τους άθλους. Και κάποτε έστειλε εμένανε εδώ να φέρω το σκυλί· διότι άλλος πια δεν πίστευε βέβαια για με να υπήρχε άθλος τρανότερος από αυτόν· και τον οποίο σήκωσα εγώ κι έφερα από τον Άδη, Ἑρμείας δέ με ἔπεμψε και η γλαυκῶπις Ἀθηνά[/COLOR] ”.[/B] ... Οδύσσεια λ’ 620-626 [ATTACH type="full" alt="1654817267240.png"]868[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Η Σκύλλα, κατά τον Κώστα Ν. Καμπάνη[/COLOR][/B]. [/CENTER] [JUSTIFY][P]Η [B]Σκύλλα[/B] στη ραψωδία μ’ αναφέρεται οκτώ φορές, ενώ παρουσιάζεται τρεις. Την αναφέρει η Κίρκη 3 φορές (μ’ 85, 108, 125), κατά τη διέλευση με τους συντρόφους υπάρχει στο κείμενο η λέξη τρις (μ’ 231, 245, 261), ενώ στην επιστροφή, μόνος του πια ο Οδυσσέας την αποφεύγει, κρεμιέται από τον ‘’ἐρινεὸν’’, ενώπιον της Χάρυβδης, όπου την αναφέρει το έπος άλλες δύο φορές (μ’ 430, 445) .[/P][P]Ότι [B]έβγαζε ήχο σκυλιού, σαν σκουριασμένη αλυσίδα, γρανάζι, τροχαλία[/B] κάπως, μας το αναφέρει η Κίρκη:[/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]ἔνθα δ’ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα. Τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς γίγνεται, αὐτὴ δ’ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν γηθήσειεν ἰδών, οὐδ’ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν[/COLOR].[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]όπου κι η Σκύλλα μένει εντός αλυχτούσα τρομερά. Και της οποίας η φωνὴ ὅση σκύλακος νεογιλῆς γίνεται, κι η ίδια απ’ την άλλη πελώριο κακό· ούτε αυτήνε κάποιος θε’ να χαιρόταν αν τη δει, ούτ’ αν οὐτ’ αν θεὸς ευρίσκετο ενώπιον[/COLOR][/B] ... Οδύσσεια μ’ 85-88 [ATTACH type="full" alt="1654819476279.png"]871[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Η χοιρόμαντρα του Εύμαιου στη Φακιμιά[/COLOR][/B] (4) [COLOR=rgb(71, 85, 119)][B]του Αθέρα, όπως φαίνεται από την Κόρακος Πέτρα[/B][/COLOR]. 5. Υπολείματα συφεών (θέσεων φιλοξενίας θηλυκών χοίρων).[/CENTER] [P]Τα [B]τσοπανόσκυλα του Εύμαιου[/B] δείχνουν [B]άγριες διαθέσεις προς τον άγνωστο[/B] προς αυτούς ζητιάνο - Οδυσσέα...[/P] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Πὰρ δὲ κύνες θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν. Αὐτὸς δ’ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα, τάμνων δέρμα βόειον ἐυχροές· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι ᾤχοντ’ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ’ ἀγρομένοισι σύεσσιν, οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε, σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ, ὄφρ’ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν. Ἐξαπίνης δ’ Ὀδυσσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι· οἱ μὲν κεκληγῶτες ἐπέδραμον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἔζετο κερδοσύνῃ, σκῆπτρον δὲ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος· ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν ἔσσυτ’ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν λιθάδεσσιν[/COLOR]· [/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Κι από κοντά σκύλοι που έμοιαζαν με θηρία πάντα παραμονεύαν[/COLOR][/B] [COLOR=rgb(65, 168, 95)][B]τέσσαρες, που ανέθρεψε χοιροβοσκός, ο ομαδάρχης των ανδρών. Εκείνη τη στιγμή αυτός γύρω στα πόδια του πέδιλα προσπαθούσε να ταιριάξει, τέμνοντας δέρμα από βόδι εύχρωμο· ενώ οι άλλοι τότε άλλος εδώ άλλος εκεί είχανε πεταχτεί προς τους αγρούς μαζί με τα γουρούνια, οι τρεις· ενώ τον τέταρτο απέστειλε στην πόλη, γουρούνι για τους υπερφίαλους να πάει τους μνηστήρες απ’ ανάγκη, ώστε αφού το θυσιάσουνε από το κρέας (το πολύ) να κορεστεί η ψυχή (τους). Εξαπίνης είδαν δε τον Οδυσσέα τα σκυλιά που (έτσι) πάντοτε γαυγίζουν· κι ενώ αυτά επέδραμαν ουρλιάζοντας, ο Οδυσσέας τότε[/B][/COLOR] [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]καθότανε για να κερδίσει χρόνο, ενώ το σκήπτρο τού `πεσε από το χέρι. Όπου και δίπλα στο μαντρί θα πάθαινε από λάθος συμφορά· αλλά γοργά συβώτης ‘‘τσακίστηκε’’ - τα πόδια έβαλε στους ώμους - ξεπρόβαλε στο πρόθυρο, και τού ’πεσε απ’ το χέρι το σκουτί. Και μάζευε φωνάζοντας αυτούς άλλον εδώ άλλον εκεί τους σκύλους με μια ομοβροντία από πέτρες[/COLOR]· [/B] ... Οδύσσεια ξ’ 21-36 [ATTACH type="full" alt="1654820202758.png"]872[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Στην ίδια παραλία αποβιβάστηκαν Οδυσσέας και Τηλέμαχος, στο υπήνεμο λιμάνι του Φόρκυνα - Αθέρας. Και κατόπιν προσέγγισαν τον Εύμαιο από τη διαδρομή που διακρίνεται και ακολουθεί το σημερινό οδικό δίκτυο. Φτάνοντας στη θέση 5 των εγκαταστάσεων της χοιρόμαντρας τους υποδέχτηκαν τα σκυλιά[/COLOR][/B].[/CENTER] [P]Τα [B]τσοπανόσκυλα του Εύμαιου[/B] είναι [B]ήμερα προς τον Τηλέμαχο που τον γνωρίζουν[/B]...[/P] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι, οὐδ’ ὕλαον, προσιόντα. Νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν. Αἶψα δ’ ἄρ’ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· «Εὔμαι’, ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ’ ἑταῖρος ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσένουσι· ποδῶν δ’ ὑπὸ δοῦπον ἀκούω[/COLOR]».[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]τον δε Τηλέμαχο περικυκλώσανε κουνώντας την ουρά σκυλιά της μούρης που γαυγίζει, μα δεν γαυγίζαν, σαν πλησίασε. Κι εννόησε ευλογημένος Οδυσσεύς και όπως κούναγαν οι σκύλοι τις ουρές, και ‘‘περιήλθε’’ κτύπος από πόδια. Κι έτσι ευθύς στον Εύμαιο είπε με λόγια φτερωτά: «Εύμαιε, μάλλον θά ‘ρθει κάποιος σύντροφος εδώ ή κι άλλος γνώριμος, οι σκύλοι επειδή ούτε γαυγίζουν, αλλά ολόγυρα κουνάνε την ουρά· και γδούπο από κάτω ακούω των ποδιών[/COLOR]».[/B] ... Οδύσσεια π’ 4-10 [ATTACH type="full" alt="1654815995527.png"]864[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη[/COLOR][/B]. [/CENTER] [JUSTIFY][P]Ο Τηλέμαχος, επιστρέφει από την Πύλο μέσω Εχινάδων, υπήνεμου λιμένος Φόρκυνα - Αθέρας, της καλύβας του Εύμαιου (στη Φακιμιά) και αφού αναγνώρισε τον πατέρα του εκεί, την άλλη μέρα πάει στο παλάτι να δει τη μάνα του, να μην ανησυχεί, και κατόπιν κατευθύνεται στην αγορά να συναντήσει το λαό, τους φίλους και τους ανεπιθύμητους μνηστήρες. [B]Τον συνοδεύουν όπως πάντα δυο άργοι κύνες τελετουργικά[/B]:[/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκειν ἔγχος ἔχων· ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο[/COLOR].[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Κι έτσι έπειτα Τηλέμαχος βγήκε αφού διέσχισε το μέγαρο έχοντας το ακόντιο· μαζί μ᾽ αυτόν βεβαίως δυο σκύλοι έποντο λευκοί[/COLOR].[/B] ... Οδύσσεια ρ’ 61-62 [ATTACH type="full" alt="1654816164470.png"]865[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Ο Πατούχας του Μάνου Χατζή σε ρεσιτάλ ηθοποιίας παίζοντας τον θάνατο του Άργου[/COLOR][/B]![/CENTER] [JUSTIFY][P]Η κορυφαία στιγμή των Επών. Ο Οδυσσέας συναντάει τον ετοιμοθάνατο [B]Άργο, το πιστό σκυλί[/B], που τον αναγνωρίζει ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια απουσίας.[/P][/JUSTIFY] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Ὧς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον· ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν, Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν ᾤχετο. Τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἄν ἄγοιεν δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες· ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων. δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα, οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάμβαλεν ἄμφω, ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος ἐλθέμεν. Αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ ῥεῖα λαθὼν Ἐύμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ· «Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ. Καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα, ἢ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν γίγνοντ᾽, ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες». Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Ἐύμαιε συβῶτα· «Καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος. Εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν· οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη. Νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δὲ οἱ ἄλλοθι πάτρης ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν. Δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι· ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν». Ὧς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους ἐὺ ναιετάοντας, βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρα λάβεν μέλανος θανάτοιο αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ[/COLOR].[/B] ..." ... [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Κι όπως εκείνοι τέτοια αγορεύαν μεταξύ τους·[/COLOR][/B] [COLOR=rgb(65, 168, 95)][B]εσήκωσε κι ένα σκυλί την κεφαλή και όπως ξαπλωμένο και τ᾽ αυτιά, ο Άργος, του ταλαίπωρου του Οδυσσέα, που κάποτε αυτός αυτόν ανέθρεψ᾽ αφενός, αλλά δεν τον(ε) χάρηκε, και εις το Ίλιο πιο πριν (πόλη) ιερήν αναχώρησε. Αυτόν(α) πιο παλιά οι νέοι άνδρες συνοδεύαν στα κυνήγια γι’ αγριοκάτσικα και για ζαρκάδια και λαγούς· έκτοτε κείται απεριποίητος λόγω της αναχώρησης του άνακτος μες στην πολλή την κοπριά, την που μπροστά από τις θύρες και ημιόνων και βοδιών χυμένη κάτω σε σωρό, ώστε να παίρνουν υπηρέτες τ᾽ Οδυσσέα το μέγα τέμενος -το κτήμα- να κοπρίσουν· εκεί όπου έκειτο ο Άργος το σκυλί γεμάτος με τσιμπούρια πια τότε βέβαια, τον Οδυσσέα ως ενόησε που έφτασε κοντά, κούναγε μεν αυτό βεβαίως την ουρά και δυο κατέβασε αυτιά, κοντά όμως δεν τα κατάφερε έπειτα στον αφέντη του νά έρθει. Ύστερ᾽ αυτός κοιτάζοντας οπίσω εσκούπισε ένα δάκρυ κρυφά από τον Εύμαιο, και έκανε κατόπιν μιαν ερώτηση: «Εύμαι᾽, υπέροχο σκυλί αυτό που κείτεται στην κοπριά. Κι όμορφος είναι στο κορμί, εκείνο βέβαια σαφώς που δεν γνωρίζω, αν ήτανε στο τρέξιμο ταχύς μια που και τέτοιο σώμα έχει, ή τέτοιος όπως και σκυλιά για των ανθρώπων τα τραπέζια γίνονται, κι ένεκα για τα χάδια τα περιποιούνται οι αφέντες». Κι απαντώντας προς αυτόν είπες, Εύμαιε συβώτα: «Και βέβαια αυτός ο σκύλος ανδρός θανόντος μακριά. Αν ήταν τέτοιος αφ᾽ ενός στο σώμα και στα έργα αφ᾽ ετέρου, όπως αυτόν τον εγκατέλειπε ο Οδυσσεύς κινώντας για την Τροία, ευθύς και βλέποντας θα θαύμαζες για την ταχύτητα και για το σφρίγος· και διότι δεν υπήρχε πιθανότητα μες από την πυκνή τη βλάστηση να του ξεφύγει θήραμα, ό,τι και νά ᾽χε τύχει· και διότι ιχνηλάτης τρομερός. Μα τώρα τον κατέλαβε κακότητα, ενώ ο αφέντης του μακριά απ᾽τηνπατρίδα απωλέσθηκε, κι αυτόν γυναίκες ακαμάτρες δεν φροντίζουν. Οι δε θεραπαινίδες, αφ᾽ ότου τα αφεντικά δεν κάνουνε κουμάντο, ουκέτι θέλουν να εργάζονται έπειτα αξιέπαινα· γιατί το ήμισυ της αρετής απομακρύνει Ζευς που όλα κατοπτεύει του ανδρός, αφ᾽ ότου αυτόν η μέρα της δουλείας καταβάλει». Σαν είπε εισήλθε μες στις σάλες τις καλές τις καλοκαμωμένες,[/B][/COLOR] [B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]και πέρασε ευθύς στο μέγαρο μαζί με τους αγέρωχους μνηστήρες. Ενώ μετά τον Άργο κατέλαβε του μελανού του θάνατου η μοίρα αφ᾽ ότου είδε εις τον εικοστό το χρόνο Οδυσσέα[/COLOR].[/B] ... Οδύσσεια ρ’ 290-327 [ATTACH type="full" alt="1654816937391.png"]867[/ATTACH][/CENTER] [P]Έφηβος ο Οδυσσέας με τους θείους του σε κυνήγι αγριογούρουνου στον Παρνασσό. Μαζί τους [B]μια κυνηγετική αγέλη ιχνηλατών σκύλων[/B].[/P] [CENTER]«… [B][COLOR=rgb(226, 80, 65)]Ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, βάν ῥ’ ἴμεν ἐς θήρην, ἠμὲν κύνες ἠδὲ καὶ αὐτοὶ υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς ἤιεν. Αἰπὺ δ’ ὄρος προσέβαν καταειμένον ὕλῃ Παρνησοῦ, τάχα δ’ ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας. Ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, οἱ δ’ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες· πρὸ δ’ ἄρ’ αὐτῶν ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤισαν, αὐτὰρ ὄπισθεν υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς ἤιεν ἄγχι κυνῶν κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος[/COLOR].[/B] ..." ...[B][COLOR=rgb(65, 168, 95)]Άμα ξημέρωσε κι εφάνη η Αυγή με τις ακτίνες τις ροδαλές, κινήσανε να πάνε στο κυνήγι, από τη μία τα σκυλιά κι από την άλλοι οι ίδιοι του Αυτολύκου οι υιοί· και με αυτούς μαζί ευλογημένος Οδυσσεύς ακολουθούσε. Και προς τ’ απότομο το όρος κατευθυνθήκαν το δασοκαλυμμένο του Παρνασσού, φτάσανε δε ταχύτατα στις ανεμόδαρτες πλαγιές. Ήλιος μεν έπειτα ξανά φώτισε τα χωράφια απ’ τον βαθύ Ωκεανό που αργά κυλάει τα νερά του, και φτάσανε σε μια χαράδρα οι κυνηγοί· ενώ μπροστ’ απ’ αυτούς (για) ίχνη ερευνώντας προχώρησαν οι σκύλοι, αμέσως όπισθεν του Αυτολύκου οι υιοί μαζί δε με αυτούς ευλογημένος Οδυσσεύς ερχότανε πολύ κοντά στους σκύλους κραδαίνοντας κοντάρι απ’ τα μακριά[/COLOR].[/B] ... Οδύσσεια τ’ 428-438 [ATTACH type="full" alt="1654818172284.png"]870[/ATTACH] [B][COLOR=rgb(71, 85, 119)]Ο Άργος[/COLOR][/B] - Όμιλος Φίλων Κρητικού Ιχνηλάτη[/CENTER] [/QUOTE]
Ονομα
Δημοσίευση απάντησης
Φόρουμ
Ομηρική Ιθάκη - Η Γεωγραφία της Οδύσσειας
Ομήρου Οδύσσεια - Αναλύσεις ραψωδιών
Ραψωδία ρ΄ - Άφιξη Οδυσσέα (ζητιάνου) στο παλάτι. Άργος, το πιστό σκυλί του Οδυσσέα.
Ραψωδία ρ': Η παρουσία κυνών - σκυλιών - στην Οδύσσεια.
Μπλουζα
Κάτω μέρος