Ραψωδία ρ': Η παρουσία κυνών - σκυλιών - στην Οδύσσεια.

1654815907033.png

Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη.

Ο Τηλέμαχος κατευθύνεται στην αγορά, όπου θα διεξαχθεί η πρώτη Συνέλευση των Ιθακησίων από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. Τον συνοδεύουν δυο άργοι κύνες τελετουργικά:

«… Αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο,
βῆ ῥ’ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο
. ..."
... Μόλις μαζεύτηκαν κι ομήγυρις γινήκαν,
κατέβηκε στην αγορά κι είχε το δόρυ στην παλάμη το χαλκό,
όχι μονάχος, πίσω του έποντο δυο σκύλοι άσπροι βέβαια
. ...

Οδύσσεια β’ 9-11

1654816404270.png
H Aρετούσα του Μάνου Χατζή.​

Φτάνοντας ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου στη Σχερία, αντικρίζει πολλά εντυπωσιακά. Ανάμεσα σε αυτά και δυο σειρές με αγάλματα σκυλιών, να όπως ο τελετουργικός διάδρομος από λιοντάρια στη Δήλο:

«… Χρύσειοι δ’ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,
οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν
δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα
.
..."
... Χρυσοί δε απ΄τις δυό μεριές και αργυροί ήτανε κύνες,
αυτούς που Ήφαιστος σχεδίασε έμπειρος νους στην τέχνη
ώστε να κάνουν πως φυλάν το δώμα του Αλκίνοου πού ’χε καρδιά μεγάλη,
όντας αθάνατους κι αγέραστους όλες τις μέρες που περνούν
.
...
Οδύσσεια η’ 91-94

1654817459348.png

Χερσόνησος Cirkewwa της Μάλτας. Εδώ μπροστά μας ήταν το παλάτι της Κίρκης και όλα γύρω με πυκνό δάσος. Απέναντι το Gozo.
Views from St. Agatha's Tower - Red Tower, Mellieha Malta
Maltese People In Malta all by Lillian Chetcuti Riolo.

Θα μείνουμε με την εντύπωση ότι το παλάτι της Κίρκης ήταν στην πραγματικότητα ένα προϊστορικό κέντρο γενετικών ερευνών και αυτή η διευθύντρια! Πάντως, τα δύο αναφερόμενα είδη, λύκοι και λέοντες, είναι ακριβώς οι πρόγονοι των σημερινών σκύλων και γατών !!

«… Εὗρον δ’ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἑνὶ χώρῳ·
ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,
τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ’ ἔδωκεν.
Οὐδ’ οἵ γ’ ὡρμήθησαν ἐπ’ ἀνδράσιν, ἀλλ’ ἄρα τοί γε
οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν.
Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα
σαίνωσ’, αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ,
ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες
σαῖνον· τοὶ δ’ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα
.
..."
... Εὗρον δε μες στο ξέφωτο της Κίρκης τα παλάτια τα χτισμένα
με πέτρες λαξευτές, σε χώρο να δεσπόζει (σαν μεγαλιθικό)·
γύρω δέ σε αυτούς λύκοι ἦσαν που ζουν στα όρη μα και λέοντες,
τοὺς οποίους μάγεψε αὐτὴ, ἐπειδή κακὰ φάρμακα (τους) ἔδωκεν.
που βέβαια αυτοί δεν όρμησαν στους άνδρες, αλλά αντίθετα αυτοί
με τις μακριές οὐρές σείοντας πέρα-δώθε σηκώθηκαν ορθά.
Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν γύρω σε αφέντη κύνες που έρχεται να τα ταΐσει
σείουν, και διότι πάντα φέρνει ό,τι τραβά η ψυχή τους,
όπως σ’ αυτούς οι λύκοι γύρω-γύρω με τα γαμψά τα νύχια και οι λέοντες
έσειαν· κι ετούτοι φοβηθήκαν, μια πού ἴδαν τα πελώρια αυτά πρωτοφανή
.
...
Οδύσσεια κ’ 210-219

Άνουβις, από το Αιγυπτιακό Μουσείο.
1654815548451.png
1654863243355.png

Ο Ηρακλέας μετέφερε το σκυλί από τον Κάτω Κόσμο για χάρη ενός κάκιστου εντολέα. Δεν λέει πουθενά ότι το επέστρεψε, δεν λέει πουθενά ότι είχε τρία κεφάλια, ούτε ότι λεγόταν κέρβερος και εμείς άνετα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την ιδέα για μια εκστρατεία στην Αίγυπτο, με σκοπό μια τυμβωρυχία είχε, ας πούμε ένας Ευρυσθέας βασιλιάς της Τίρυνθας, απ' όπου ένας ατρόμητος Ηρακλέας που δεν φοβόταν σκοτάδια, προλήψεις και την κατάρα του Φαραώ, άρπαξε έναν Άνουβις, όπως και κάποιοι άλλοι της λυκοσυμμορίας λίγο αργότερα, ή τότε μαζί του, ένα κουβούκλιο και το περιέφεραν στην έρημο ως κιβωτό της διαθήκης (του θαμένου φαραώ):

«… Ζηνὸς μὲν πάις ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀιζὺν
εἶχον ἀπειρεσίην· μάλα γὰρ πολλῇ χείρονι φωτὶ
δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ’ ἀέθλους.
Καί ποτέ μ’ ἐνθάδ’ ἔπεμψε κύν’ ἄξοντ’· οὐ γὰρ ἔτ’ ἄλλον
φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον·
τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο,
Ἑρμείας δέ μ’ ἔπεμψεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
.”
..."
... Αν και παιδί Ζηνὸς σαν ήμουνα Κρονίονος, πίκρα παρ’ όλ’ αυτά
εἶχα ἀπειροστή· ακόμα διότι πιο πολύ χειρότερη απ’ ένα ανθρωπάκι
δεχόμουν να υποστώ, και που για μένα χαλεπώς διέταζε τους άθλους.
Και κάποτε έστειλε εμένανε εδώ να φέρω το σκυλί· διότι άλλος πια δεν
πίστευε βέβαια για με να υπήρχε άθλος τρανότερος από αυτόν·
και τον οποίο σήκωσα εγώ κι έφερα από τον Άδη,
Ἑρμείας δέ με ἔπεμψε και η γλαυκῶπις Ἀθηνά
”.
...
Οδύσσεια λ’ 620-626

1654817267240.png
Η Σκύλλα, κατά τον Κώστα Ν. Καμπάνη.

Η Σκύλλα στη ραψωδία μ’ αναφέρεται οκτώ φορές, ενώ παρουσιάζεται τρεις. Την αναφέρει η Κίρκη 3 φορές (μ’ 85, 108, 125), κατά τη διέλευση με τους συντρόφους υπάρχει στο κείμενο η λέξη τρις (μ’ 231, 245, 261), ενώ στην επιστροφή, μόνος του πια ο Οδυσσέας την αποφεύγει, κρεμιέται από τον ‘’ἐρινεὸν’’, ενώπιον της Χάρυβδης, όπου την αναφέρει το έπος άλλες δύο φορές (μ’ 430, 445) .

Ότι έβγαζε ήχο σκυλιού, σαν σκουριασμένη αλυσίδα, γρανάζι, τροχαλία κάπως, μας το αναφέρει η Κίρκη:

«… ἔνθα δ’ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.
Τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ’ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ’ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν
.
..."
... όπου κι η Σκύλλα μένει εντός αλυχτούσα τρομερά.
Και της οποίας η φωνὴ ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίνεται, κι η ίδια απ’ την άλλη πελώριο κακό· ούτε αυτήνε κάποιος
θε’ να χαιρόταν αν τη δει, ούτ’ αν οὐτ’ αν θεὸς ευρίσκετο ενώπιον
...
Οδύσσεια μ’ 85-88

1654819476279.png

Η χοιρόμαντρα του Εύμαιου στη Φακιμιά (4) του Αθέρα, όπως φαίνεται από την Κόρακος Πέτρα.
5. Υπολείματα συφεών (θέσεων φιλοξενίας θηλυκών χοίρων).​

Τα τσοπανόσκυλα του Εύμαιου δείχνουν άγριες διαθέσεις προς τον άγνωστο προς αυτούς ζητιάνο - Οδυσσέα...


«… Πὰρ δὲ κύνες θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον
τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
Αὐτὸς δ’ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
τάμνων δέρμα βόειον ἐυχροές· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
ᾤχοντ’ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ’ ἀγρομένοισι σύεσσιν,
οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε,
σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,
ὄφρ’ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.
Ἐξαπίνης δ’ Ὀδυσσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι·
οἱ μὲν κεκληγῶτες ἐπέδραμον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἔζετο κερδοσύνῃ, σκῆπτρον δὲ οἱ ἔκπεσε χειρός.
Ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος·
ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν
ἔσσυτ’ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
Τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον
πυκνῇσιν λιθάδεσσιν
·
..."
... Κι από κοντά σκύλοι που έμοιαζαν με θηρία πάντα παραμονεύαν
τέσσαρες, που ανέθρεψε χοιροβοσκός, ο ομαδάρχης των ανδρών.
Εκείνη τη στιγμή αυτός γύρω στα πόδια του πέδιλα προσπαθούσε να ταιριάξει,
τέμνοντας δέρμα από βόδι εύχρωμο· ενώ οι άλλοι τότε
άλλος εδώ άλλος εκεί είχανε πεταχτεί προς τους αγρούς μαζί με τα γουρούνια,
οι τρεις· ενώ τον τέταρτο απέστειλε στην πόλη,
γουρούνι για τους υπερφίαλους να πάει τους μνηστήρες απ’ ανάγκη,
ώστε αφού το θυσιάσουνε από το κρέας (το πολύ) να κορεστεί η ψυχή (τους).
Εξαπίνης είδαν δε τον Οδυσσέα τα σκυλιά που (έτσι) πάντοτε γαυγίζουν·
κι ενώ αυτά επέδραμαν ουρλιάζοντας, ο Οδυσσέας τότε

καθότανε για να κερδίσει χρόνο, ενώ το σκήπτρο τού `πεσε από το χέρι.
Όπου και δίπλα στο μαντρί θα πάθαινε από λάθος συμφορά·
αλλά γοργά συβώτης ‘‘τσακίστηκε’’ - τα πόδια έβαλε στους ώμους -
ξεπρόβαλε στο πρόθυρο, και τού ’πεσε απ’ το χέρι το σκουτί.
Και μάζευε φωνάζοντας αυτούς άλλον εδώ άλλον εκεί τους σκύλους
με μια ομοβροντία από πέτρες
·
...
Οδύσσεια ξ’ 21-36

1654820202758.png

Στην ίδια παραλία αποβιβάστηκαν Οδυσσέας και Τηλέμαχος, στο υπήνεμο λιμάνι του Φόρκυνα - Αθέρας. Και κατόπιν προσέγγισαν τον Εύμαιο από τη διαδρομή που διακρίνεται και ακολουθεί το σημερινό οδικό δίκτυο. Φτάνοντας στη θέση 5 των εγκαταστάσεων της χοιρόμαντρας τους υποδέχτηκαν τα σκυλιά.​

Τα τσοπανόσκυλα του Εύμαιου είναι ήμερα προς τον Τηλέμαχο που τον γνωρίζουν...


«… Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι,
οὐδ’ ὕλαον, προσιόντα. Νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς
σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν.
Αἶψα δ’ ἄρ’ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Εὔμαι’, ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ’ ἑταῖρος
ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν,
ἀλλὰ περισσένουσι· ποδῶν δ’ ὑπὸ δοῦπον ἀκούω
».
..."
... τον δε Τηλέμαχο περικυκλώσανε κουνώντας την ουρά σκυλιά της μούρης που γαυγίζει,
μα δεν γαυγίζαν, σαν πλησίασε. Κι εννόησε ευλογημένος Οδυσσεύς
και όπως κούναγαν οι σκύλοι τις ουρές, και ‘‘περιήλθε’’ κτύπος από πόδια.
Κι έτσι ευθύς στον Εύμαιο είπε με λόγια φτερωτά:
«Εύμαιε, μάλλον θά ‘ρθει κάποιος σύντροφος εδώ
ή κι άλλος γνώριμος, οι σκύλοι επειδή ούτε γαυγίζουν,
αλλά ολόγυρα κουνάνε την ουρά· και γδούπο από κάτω ακούω των ποδιών
».
...
Οδύσσεια π’ 4-10

1654815995527.png

Δύο άργοι κύνες του Βαγγέλη Γενειατάκη.

Ο Τηλέμαχος, επιστρέφει από την Πύλο μέσω Εχινάδων, υπήνεμου λιμένος Φόρκυνα - Αθέρας, της καλύβας του Εύμαιου (στη Φακιμιά) και αφού αναγνώρισε τον πατέρα του εκεί, την άλλη μέρα πάει στο παλάτι να δει τη μάνα του, να μην ανησυχεί, και κατόπιν κατευθύνεται στην αγορά να συναντήσει το λαό, τους φίλους και τους ανεπιθύμητους μνηστήρες. Τον συνοδεύουν όπως πάντα δυο άργοι κύνες τελετουργικά:

«… Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκειν
ἔγχος ἔχων· ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἄργοι ἕποντο
.
..."
... Κι έτσι έπειτα Τηλέμαχος βγήκε αφού διέσχισε το μέγαρο
έχοντας το ακόντιο· μαζί μ᾽ αυτόν βεβαίως δυο σκύλοι έποντο λευκοί
.
...
Οδύσσεια ρ’ 61-62


1654816164470.png

Ο Πατούχας του Μάνου Χατζή σε ρεσιτάλ ηθοποιίας παίζοντας τον θάνατο του Άργου!​

Η κορυφαία στιγμή των Επών. Ο Οδυσσέας συναντάει τον ετοιμοθάνατο Άργο, το πιστό σκυλί, που τον αναγνωρίζει ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια απουσίας.

«… Ὧς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν
ᾤχετο. Τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς·
δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἄν ἄγοιεν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·
ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων.
δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,
οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάμβαλεν ἄμφω,
ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος
ἐλθέμεν. Αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ
ῥεῖα λαθὼν Ἐύμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.
Καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,
ἢ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
γίγνοντ᾽, ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες».
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Ἐύμαιε συβῶτα·
«Καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.
Εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν·
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη.
Νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δὲ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν.
Δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες,
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·
ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς
ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν».
Ὧς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους ἐὺ ναιετάοντας,
βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς.
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ
.
..."
... Κι όπως εκείνοι τέτοια αγορεύαν μεταξύ τους·
εσήκωσε κι ένα σκυλί την κεφαλή και όπως ξαπλωμένο και τ᾽ αυτιά,
ο Άργος, του ταλαίπωρου του Οδυσσέα, που κάποτε αυτός αυτόν
ανέθρεψ᾽ αφενός, αλλά δεν τον(ε) χάρηκε, και εις το Ίλιο πιο πριν (πόλη) ιερήν
αναχώρησε. Αυτόν(α) πιο παλιά οι νέοι άνδρες συνοδεύαν στα κυνήγια
γι’ αγριοκάτσικα και για ζαρκάδια και λαγούς·
έκτοτε κείται απεριποίητος λόγω της αναχώρησης του άνακτος
μες στην πολλή την κοπριά, την που μπροστά από τις θύρες
και ημιόνων και βοδιών χυμένη κάτω σε σωρό, ώστε να παίρνουν
υπηρέτες τ᾽ Οδυσσέα το μέγα τέμενος -το κτήμα- να κοπρίσουν·
εκεί όπου έκειτο ο Άργος το σκυλί γεμάτος με τσιμπούρια
πια τότε βέβαια, τον Οδυσσέα ως ενόησε που έφτασε κοντά,
κούναγε μεν αυτό βεβαίως την ουρά και δυο κατέβασε αυτιά,
κοντά όμως δεν τα κατάφερε έπειτα στον αφέντη του
νά έρθει. Ύστερ᾽ αυτός κοιτάζοντας οπίσω εσκούπισε ένα δάκρυ
κρυφά από τον Εύμαιο, και έκανε κατόπιν μιαν ερώτηση:
«Εύμαι᾽, υπέροχο σκυλί αυτό που κείτεται στην κοπριά.
Κι όμορφος είναι στο κορμί, εκείνο βέβαια σαφώς που δεν γνωρίζω,
αν ήτανε στο τρέξιμο ταχύς μια που και τέτοιο σώμα έχει,
ή τέτοιος όπως και σκυλιά για των ανθρώπων τα τραπέζια
γίνονται, κι ένεκα για τα χάδια τα περιποιούνται οι αφέντες».
Κι απαντώντας προς αυτόν είπες, Εύμαιε συβώτα:
«Και βέβαια αυτός ο σκύλος ανδρός θανόντος μακριά.
Αν ήταν τέτοιος αφ᾽ ενός στο σώμα και στα έργα αφ᾽ ετέρου,
όπως αυτόν τον εγκατέλειπε ο Οδυσσεύς κινώντας για την Τροία,
ευθύς και βλέποντας θα θαύμαζες για την ταχύτητα και για το σφρίγος·
και διότι δεν υπήρχε πιθανότητα μες από την πυκνή τη βλάστηση να του ξεφύγει
θήραμα, ό,τι και νά ᾽χε τύχει· και διότι ιχνηλάτης τρομερός.
Μα τώρα τον κατέλαβε κακότητα, ενώ ο αφέντης του μακριά απ᾽τηνπατρίδα
απωλέσθηκε, κι αυτόν γυναίκες ακαμάτρες δεν φροντίζουν.
Οι δε θεραπαινίδες, αφ᾽ ότου τα αφεντικά δεν κάνουνε κουμάντο,
ουκέτι θέλουν να εργάζονται έπειτα αξιέπαινα·
γιατί το ήμισυ της αρετής απομακρύνει Ζευς που όλα κατοπτεύει
του ανδρός, αφ᾽ ότου αυτόν η μέρα της δουλείας καταβάλει».
Σαν είπε εισήλθε μες στις σάλες τις καλές τις καλοκαμωμένες,

και πέρασε ευθύς στο μέγαρο μαζί με τους αγέρωχους μνηστήρες.
Ενώ μετά τον Άργο κατέλαβε του μελανού του θάνατου η μοίρα
αφ᾽ ότου είδε εις τον εικοστό το χρόνο Οδυσσέα
.
...
Οδύσσεια ρ’ 290-327


1654816937391.png

Έφηβος ο Οδυσσέας με τους θείους του σε κυνήγι αγριογούρουνου στον Παρνασσό. Μαζί τους μια κυνηγετική αγέλη ιχνηλατών σκύλων.


«… Ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
βάν ῥ’ ἴμεν ἐς θήρην, ἠμὲν κύνες ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἤιεν. Αἰπὺ δ’ ὄρος προσέβαν καταειμένον ὕλῃ
Παρνησοῦ, τάχα δ’ ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας.
Ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας
ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο,
οἱ δ’ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες· πρὸ δ’ ἄρ’ αὐτῶν
ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤισαν, αὐτὰρ ὄπισθεν
υἱέες Αὐτολύκου· μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἤιεν ἄγχι κυνῶν κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος
.
..."
...Άμα ξημέρωσε κι εφάνη η Αυγή με τις ακτίνες τις ροδαλές,
κινήσανε να πάνε στο κυνήγι, από τη μία τα σκυλιά κι από την άλλοι οι ίδιοι
του Αυτολύκου οι υιοί· και με αυτούς μαζί ευλογημένος Οδυσσεύς
ακολουθούσε. Και προς τ’ απότομο το όρος κατευθυνθήκαν το δασοκαλυμμένο
του Παρνασσού, φτάσανε δε ταχύτατα στις ανεμόδαρτες πλαγιές.
Ήλιος μεν έπειτα ξανά φώτισε τα χωράφια
απ’ τον βαθύ Ωκεανό που αργά κυλάει τα νερά του,
και φτάσανε σε μια χαράδρα οι κυνηγοί· ενώ μπροστ’ απ’ αυτούς
(για) ίχνη ερευνώντας προχώρησαν οι σκύλοι, αμέσως όπισθεν
του Αυτολύκου οι υιοί μαζί δε με αυτούς ευλογημένος Οδυσσεύς
ερχότανε πολύ κοντά στους σκύλους κραδαίνοντας κοντάρι απ’ τα μακριά
.
...
Οδύσσεια τ’ 428-438

1654818172284.png

Ο Άργος - Όμιλος Φίλων Κρητικού Ιχνηλάτη​
 
Τελευταία επεξεργασία:
Νικόλαος Καμπάνης - Mentor

Νικόλαος Καμπάνης - Mentor

Μπλουζα Κάτω μέρος