ΙΣΤΟΡΙΚΟ
1 – 52 Οι μνηστήρες έχουν φύγει και μένει μόνος του στο μέγαρο ο Οδυσσέας για τρεις λόγους:
Α. Ο Τηλέμαχος ήδη γνώριζε ότι ήταν ο πατέρας του (βλ. ραψωδία π’), από την καλύβα του Εύμαιου.
Β. Η Πηνελόπη έδωσε άδεια λόγω κανόνων φιλοξενίας και πληροφορίας ότι ετούτος ο «ζητιάνος» γνωρίζει πού είναι ο σύζυγός της Οδυσσέας.
Γ. Οι μνηστήρες επέδειξαν ανοχή, γιατί το ίδιο απόγευμα ο «ζητιάνος» - Οδυσσέας είχε συντρίψει σε αγώνα πυγμαχίας, τον ενοχλητικό ζητιάνο Ίρο (βλ. ραψ. σ’).
Κανονίζει με τον Τηλέμαχο να μεταφέρουν το οπλοστάσιο του σαλονιού στο υπόγειο κρυφά και μετά αποχωρεί κι ο Τηλέμαχος για ύπνο στο θάλαμό του, λίγο πιο βόρεια που είναι ο πύργος του.
53-105 Έρχεται η Πηνελόπη, της ετοιμάζουν το ανάκλιντρό, μια που είχε κανονίσει να μιλήσουν επί ώρες με τον ξένο, ενώ την ίδια στιγμή η Μελανθώ, επειδή διαφωνούσε γιατί μάλλον τον θεωρούσε «αδιάκριτο μάτι» στις ακολασίες των κοριτσιών με τους μνηστήρες άρχισε να τον προκαλεί, να τον βρίζει και να τον χλευάζει, όπως και άλλες φορές μαζί με τις υπόλοιπες, «του έβαζαν χέρι», δηλαδή καθεψιόωντο. Ο Οδυσσέας την καλεί να σεβαστεί έναν άνθρωπο που ήτανε σπουδαίος κάποτε, ότι όλα μπορούν να ανατραπούν και να γυρίσει ο Οδυσσέας. Και το χειρότερο, την άκουσε η Πηνελόπη και την ε μάλωσε. Ζήτησε μετά, από την Ευρυνόμη να φέρει του ζητιάνου κάθισμα αναπαυτικό και τον ίδιο από πού είναι και ποιος είναι.
106-122 Ο ζητιάνος-Οδυσσέας πλέκει το εγκώμιο και για την ίδια και για το βασίλειό της, αλλά της ζητά να μην ασχοληθούνε με τον ίδιο γιατί στενοχωριέται.
123-140 Η Πηνελόπη του λέει ότι από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας όλα πάνε άσχημα και ειδικά τώρα που την διεκδικούν οι μνηστήρες, τους οποίους προσπαθεί να αποφύγει με τεχνάσματα, όπως η περίπτωση του ιστού, που έραβε και ξήλωνε τη νύχτα, τρία χρόνια και για το οποίο έλεγε ότι κεντά το σάβανο του Λαέρτη:
... «Αφού Οδυσσεύς πέθανε, μνηστήρες νεαροί
τον γάμο μου μη βιάζεστε, μέχρι κι ένα πανί
φτιάξω, μη μου χαλάσουνε ζωύφια τις κλωστές,
για τον Λαέρτη τον Ταφιό τον ήρωα σαν έλθει
η μοίρα του αλύπητου (τον) ρίξει του θανάτου,
μη με μισήσει Αχαιών καμιά ‘‘γριά’’ στην πόλη,
πως κείται δίχως σάβανο, κι ας είχε πολλά αποκτήσει». ...
Οδύσσεια τ’ 141-147
τον γάμο μου μη βιάζεστε, μέχρι κι ένα πανί
φτιάξω, μη μου χαλάσουνε ζωύφια τις κλωστές,
για τον Λαέρτη τον Ταφιό τον ήρωα σαν έλθει
η μοίρα του αλύπητου (τον) ρίξει του θανάτου,
μη με μισήσει Αχαιών καμιά ‘‘γριά’’ στην πόλη,
πως κείται δίχως σάβανο, κι ας είχε πολλά αποκτήσει». ...
Οδύσσεια τ’ 141-147
148-163 Τη μαρτυρήσανε οι δμώες, την τσάκωσαν οι μνηστήρες και έτσι τώρα πρέπει να τελειώσει και παροτρύνουν κι οι γονείς να παντρευτεί, και το παιδί δεν θέλει να του τρώνε και το βιός. Και τον ξανά ρωτάει το ζητιάνο από πού είναι.
164-202 Της λέει λοιπόν πως είναι από την Κρήτη, της περιγράφει ενενήντα πολιτείες, τους λαούς Ετεοκρήτες γηγενείς και Πελασγούς και Αχαιούς και τρεις γενιές οι Δωριείς. Και Μίνωα, Κνωσό και Δευκαλίωνα υιό και εκεινού παιδιά Ιδομενέας και αυτός ως Αίθων. Και όταν έφευγε ο πρώτος για την Τροία, ήλθε λίγο μετά ο Οδυσσεύς και τον έψαχνε στον δρόμο για την Τροία, στην Αμνισό, μείνανε και τους φιλοξένησε αυτός για δέκα τρεις ημέρες.
... Μιλώντας σκάρωνε ψευτιές πολλές μ’ αλήθειες όμοιες·
που ακούγοντας αυτή έρεε δάκρυα, έλιωνε δε το χρώμα απ’ το δέρμα·
όπως το χιόνι του βουνού λιώνει στο κορφοβούνι,
αυτό που Εύρος έλιωνε (απ’ την ανατολή), Ζέφυρος το σκορπά (από τη δύση)·
τότε που τήκεται... νερό γεμίζουν τα ποτάμια όπως τρέχουν·
έτσι δάκρυ στις όμορφες παρειές τρέχοντας τις χαλούσε,
να κλαίει τον άνδρα της μπροστά της... Τότε ο Οδυσσεύς
απ’ την ψυχή μεν που θρηνούσε λυπόταν τη γυναίκα τη δική του,
όμως οι οφθαλμοί ως νά ‘ταν από κέρατο στεκόντουσαν ή ‘‘σιδερένιοι’’
στα βλέφαρα ασάλευτοι· που βέβαια τα δάκρυα με δόλο συγκρατούσε. ...
Οδύσσεια τ’ 203-212
που ακούγοντας αυτή έρεε δάκρυα, έλιωνε δε το χρώμα απ’ το δέρμα·
όπως το χιόνι του βουνού λιώνει στο κορφοβούνι,
αυτό που Εύρος έλιωνε (απ’ την ανατολή), Ζέφυρος το σκορπά (από τη δύση)·
τότε που τήκεται... νερό γεμίζουν τα ποτάμια όπως τρέχουν·
έτσι δάκρυ στις όμορφες παρειές τρέχοντας τις χαλούσε,
να κλαίει τον άνδρα της μπροστά της... Τότε ο Οδυσσεύς
απ’ την ψυχή μεν που θρηνούσε λυπόταν τη γυναίκα τη δική του,
όμως οι οφθαλμοί ως νά ‘ταν από κέρατο στεκόντουσαν ή ‘‘σιδερένιοι’’
στα βλέφαρα ασάλευτοι· που βέβαια τα δάκρυα με δόλο συγκρατούσε. ...
Οδύσσεια τ’ 203-212
213-219 Η Πηνελόπη, για να εξακριβώσει την αλήθεια των περιγραφών, του ζητάει ένα σημάδι και τον ρωτάει πως ήτανε και τι φορούσε ο Οδυσσεύς της αναχώρησης στην Κρήτη και τι λογιό’ συντρόφους είχε.
220-224 - Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, θυμάμαι ότι… Χλαίνη σγουρή ο Οδυσσέας σα θεός είχε μια πορφυρή,
διπλή· έπειτα σε αυτή περόνη από χρυσό ενώνετο
με δίδυμους αυλούς· κι υπήρχε σκάλισμα μπροστά·
σκυλί στα μπροστινά θήραμα παρδαλό είχε μέσα στα πόδια,
στις πέτρες που να σπαρταρά· και το θαυμάζαν άπαντες,
σα νά ‘τανε χρυσοί εκεί στην πέτρα ο μεν τραβούσε για να πνίξει το ελαφάκι,
τότε εκείνο πάλευε να φύγει εναγωνίως χτύπαγε τα ποδάρια σπαρταρώντας.
Τον δε χιτών’ εννόησα κατάσαρκα ν’ αστράφτει κεντητό,
όπως κι ένα κρεμμύδι τυλιχτό πιο κάτω απ’ το ισχίο.
Έτσι και ήταν μαλακός, και λαμπερός σαν ήλιος.
Και αφ’ ενός πολλές αυτόν γυναίκες βέβαια θαυμάσαν. …
Οδύσσεια τ' 225-235
με δίδυμους αυλούς· κι υπήρχε σκάλισμα μπροστά·
σκυλί στα μπροστινά θήραμα παρδαλό είχε μέσα στα πόδια,
στις πέτρες που να σπαρταρά· και το θαυμάζαν άπαντες,
σα νά ‘τανε χρυσοί εκεί στην πέτρα ο μεν τραβούσε για να πνίξει το ελαφάκι,
τότε εκείνο πάλευε να φύγει εναγωνίως χτύπαγε τα ποδάρια σπαρταρώντας.
Τον δε χιτών’ εννόησα κατάσαρκα ν’ αστράφτει κεντητό,
όπως κι ένα κρεμμύδι τυλιχτό πιο κάτω απ’ το ισχίο.
Έτσι και ήταν μαλακός, και λαμπερός σαν ήλιος.
Και αφ’ ενός πολλές αυτόν γυναίκες βέβαια θαυμάσαν. …
Οδύσσεια τ' 225-235
236-248 ‘’… -Μάλιστα δεν ξέρω αν ήτανε δικά από το σπίτι ή από δώρο, του έδωσα κι εγώ. Είχε κοντά του και τον Ευρυβάτη, μελαμψό, γυρτό με μπούκλες.
241-260 Η Πηνελόπη αναγνώρισε τα σημάδια που της σφυροκοπούσε ο Οδυσσεύς και άρχισε το κλάμα και: ‘’- Ξένε, εγώ του τά ‘χα δώσει στην αναχώρηση και δεν θα τον ξανά δω και τα λοιπά.
261-307 ‘’- Μη χολοσκάς, γυναίκα σοβαρή, μια που μεγάλος είναι ο Οδυσσεύς και οι θεοί μαζί του κι ευσεβής, αλλ’ άκου μια κουβέντα. Ο Οδυσσέας είναι ζωντανός, εδώ κοντά, στο δήμο Θεσπρωτών. Μονάχος, γιατί χάθηκαν οι σύντροφοι μετά τη Θρινακιά, που φάγανε τα βόδια τα παχιά. Ναυάγησαν κι εκείνος πάνω στα δοκάρια, βγήκε στων Φαίακων τη γη (πονηρός, παρέλειψε τα όσα έκανε επί της κλίνης και μες στην αγκαλιά της Καλυψώ). Είπαν οι Φαίακες πως θα τον φέρουν (τους είχε ακουστά η Πηνελόπη, γιατί ήταν εκεί κοντά), αλλά αυτός προτίμησε να κάνει και περιοδείες, δώρα για να μαζέψει και να τα φέρει στην Ιθάκη. Και μού ‘δειχνε ο Φείδωνας τα πλούτη ο Θεσπρωτός και ότι πήγε στη Δωδώνη, για να του πει η δρυς πως θα νοστήσει, μια που απουσιάζει τόσα χρόνια.
308-334 ‘’- Αν και δεν πιστεύω ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει…’’, του απαντά η Πηνελόπη, ‘’…θα σε περιποιηθούμε, ξένε, ίσως λιγότερο αρχοντικά και θα κατευοδώσουμε’’. Και ζητά από τις κόρες να του στρώσουν, να τον περιποιηθούν και να του πλύνουν τα ποδάρια και μάλιστα, του λέει, ότι αυτά όλα τα κάνει, γιατί πώς αλλιώς θα εκτιμήσει ότι αξίζει τις φιλοφρονήσεις που της είπε;
335-348 Αυτά όλα, ο ζητιάνος απαντά, δεν τα χρειάζεται και του πέφτουνε βαριά, από τότε που άφησε ξοπίσω του της Κρήτης τα βουνά, ούτε και τα ποδόνιπτρα, άμα δεν είναι μια γριά, κάποια τα πόδια ν’ ακουμπήσει, σεβαστικιά και πονεμένη σαν κι εκείνον.
349-362 Για έναν τόσο αξιόλογο όπως εσύ, λέει η Πηνελόπη, έχουμε τη γριά που ανέθρεψε τον Οδυσσέα. Και προσκαλεί την Ευρύκλεια να τον πλύνει. Εκείνη χωρίς να τον καταλάβει, του μιλάει όπως σε κάποιον που της θυμίζει έντονα τον Οδυσσέα και του ανοίγει την καρδιά της, χάνοντας και τα λόγια στην αρχή:
«Ω... μου... εγώ για ’σε αμήχανη, παιδί μου. Πώς σέναν-ε ο Ζευς
περιέβαλε με έχθρα των ανθρώπων (τον) έχοντα ευσέβεια από ψυχής.
Γιατί κανείς απ’ τους θνητούς τόσα ουδέποτε στο Δία που με τους κεραυνούς διασκεδάζει
(δεν) έκαψε μηριά παχιά ούτε και “τὰς ἐξαίτους ἑκατόμβας’’,
όσα εσύ γι’ αυτόν “ὑπερυψούμενος” προσέφερες σε ικεσία, έως να έφτανες
σε ευτυχές και γήρας και θ’ ανέτρεφες τον ‘‘φαίδιμο’’ υιό (τον δοξασμένο)·
τώρα όμως για σένα μοναχό δια παντός η μέρα αφαιρέθηκε για την επιστροφή.
Έτσι περίπου και εκείνον (θα μαλώνανε κι) εμπαίζανε γυναίκες
κάποιων ξένων (μακρινών) αλλοδαπών, όταν στα ‘‘περιβόητα’’ θα έφτανε ανάκτορα αυτών,
όπως εσένα αυτές οι σκύλες της ντροπής χλευάζουν όλες (και προγκάρουν),
και τη ντροπή τώρα αυτών αίσχη πολλά ζητώντας ν’ αποφύγεις
δεν επιτρέπεις να (σε) πλύνουν· κι όχι τυχαία εμέ διέταξε
η κόρη του Ικάριου, φρόνηση περισσή η Πηνελόπη.
Γι’ αυτό εσένα πόδια θα σου νίψω κι αυτής της ίδιας εντολή της Πηνελόπης
και ένεκα από εσέ, η ψυχή μου επειδή μέσα μου επαναστατεί
για τις φροντίδες. Αλλ’ άντε τώρα συμμερίσου ένα λόγο, αυτό το ότι και αν πω.
Ξένοι πολλοί ταλαίπωροι επειδή έφταναν εδώ δα,
αλλά ποτέ κανέναν δεν θυμάμαι να έχω δει έτσι να μοιάζει
όπως εσύ διάπλαση, φωνή μα και στα πόδια μοιάζεις του Οδυσσέα».
Οδύσσεια τ’ 363-381
382-394 Ο Οδυσσέας συμφωνεί ότι του μοιάζει, αλλά όταν αρχίζει να τον πλένει, η Ευρύκλεια αναγνωρίζει τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι που αγριόχοιρος στο Παρνασσό σμίλευε με το δόντι του, το πόδι στον μηρό του Οδυσσέα...περιέβαλε με έχθρα των ανθρώπων (τον) έχοντα ευσέβεια από ψυχής.
Γιατί κανείς απ’ τους θνητούς τόσα ουδέποτε στο Δία που με τους κεραυνούς διασκεδάζει
(δεν) έκαψε μηριά παχιά ούτε και “τὰς ἐξαίτους ἑκατόμβας’’,
όσα εσύ γι’ αυτόν “ὑπερυψούμενος” προσέφερες σε ικεσία, έως να έφτανες
σε ευτυχές και γήρας και θ’ ανέτρεφες τον ‘‘φαίδιμο’’ υιό (τον δοξασμένο)·
τώρα όμως για σένα μοναχό δια παντός η μέρα αφαιρέθηκε για την επιστροφή.
Έτσι περίπου και εκείνον (θα μαλώνανε κι) εμπαίζανε γυναίκες
κάποιων ξένων (μακρινών) αλλοδαπών, όταν στα ‘‘περιβόητα’’ θα έφτανε ανάκτορα αυτών,
όπως εσένα αυτές οι σκύλες της ντροπής χλευάζουν όλες (και προγκάρουν),
και τη ντροπή τώρα αυτών αίσχη πολλά ζητώντας ν’ αποφύγεις
δεν επιτρέπεις να (σε) πλύνουν· κι όχι τυχαία εμέ διέταξε
η κόρη του Ικάριου, φρόνηση περισσή η Πηνελόπη.
Γι’ αυτό εσένα πόδια θα σου νίψω κι αυτής της ίδιας εντολή της Πηνελόπης
και ένεκα από εσέ, η ψυχή μου επειδή μέσα μου επαναστατεί
για τις φροντίδες. Αλλ’ άντε τώρα συμμερίσου ένα λόγο, αυτό το ότι και αν πω.
Ξένοι πολλοί ταλαίπωροι επειδή έφταναν εδώ δα,
αλλά ποτέ κανέναν δεν θυμάμαι να έχω δει έτσι να μοιάζει
όπως εσύ διάπλαση, φωνή μα και στα πόδια μοιάζεις του Οδυσσέα».
Οδύσσεια τ’ 363-381
467-490 Κατηγορηματική η Ευρύκλεια ότι τον αναγνώρισε, της πέφτει το πόδι, χύνεται η λεκάνη, του το λέει συγκινημένη και γυρίζει να το πει στην Πηνελόπη. Εκείνη μεν τίποτα δεν κατάλαβε, γιατί της έστρεψε αλλού το νου η Αθηνά, ο δε Οδυσσέας έπιασε τη γρια απ’ το λαιμό για να μη μαρτυρήσει. Και ότι δεν θα λυπηθεί να τη σκοτώσει.
491-499 Η Ευρύκλεια του λέει ότι θα είναι βράχος στο πλευρό του και ότι θα βοηθήσει να ξεσκεπαστούν οι αδιάντροπες και οι πράξεις τους.
500-507 Δεν χρειάζεται, της λέει ο Οδυσσέας, γιατί τις έχω καταλάβει και μη μιλάς. Φέρνει καινούργιο νερό και συνεχίζει.
508-553 Η Πηνελόπη μετά, του ανοίγει την καρδιά της και ζητάει γνώμες και προβλέψεις. Του λέει ιστορίες από τη μυθολογία, παρομοιάζει τον εαυτό της με εκείνα τα πτηνά που κελαηδούν άλλοτε σα να γελάνε και άλλοτε σαν να κλαίνε. Του αποκαλύπτει ότι ο Τηλέμαχος, που την ήθελε κοντά του μικρός, τώρα της λέει να φύγει, γιατί οι μνηστήρες, όσο μένει τον ρημάζουν. Να και ένα όνειρο για ερμηνεία: ‘’- Τρώγανε οι χήνες στην αυλή και ήρθε απ’ τα όρη αετός που και τις σκότωσε και γύρισε και είπε, ότι είναι αυτός ο Οδυσσεύς κι οι χήνες οι μνηστήρες (που δεν χορταίνουνε να τους ταΐζεις). Ξυπνάω, που λες κι οι χήνες είναι ζωντανές’’.
554-558 Ο Οδυσσέας της επιβεβαιώνει τη σωστή πρόβλεψη του ονείρου.
559-581 Η Πηνελόπη διατυπώνει εκείνο το επικό για τις πύλες των ονείρων, που άλλα διέρχονται από κέρατο, τ’ αληθινά, και άλλα από ελεφαντοστούν και ‘’ἐλεφαίρονται’’, τα παίρνει ο άνεμος και πάνε μακριά. ‘’- Και μακάρι δηλαδή για το παιδί, αλλά δεν είναι. Κι έτσι θα βάλω τον αγώνα με το τόξο, όποιος κερδίσει θα με πάρει! Να γλυτώσει κι ο Τηλέμαχος.
582-604 Ο Οδυσσέας χαίρεται με την ιδέα, γιατί ξέρει ότι κανείς δεν θα το τεντώσει. Όλες αυτές οι συζητήσεις κούρασαν την Πηνελόπη, που θέλει να πάει για ύπνο, στο μουσκεμένο από δάκρυα κρεβάτι, αφήνοντας στη σάλα το ζητιάνο, να πάει μόνη της επάνω να κλάψει για τον Οδυσσέα.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ:
- Ο βόρειος Ευβοϊκός και η Εύβοια, όπως φαίνεται από τον Παρνασσό, σε φωτογραφία του Γκάρο Αγαμπατιάν από το περιοδικό ΚΟΡΦΕΣ του ΕΟΣ Αχαρνών.
- Θηλυκό αγριογούρουνο με τα μικρά του.
- Επεξεργασία δορυφορικής φωτογραφίας του Google Earth.
.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ:
Το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, Peter Paul Rubens 1616-1620 μ.Χ. Βιέννη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
https://homericithaca.com/threads/105/ , https://homericithaca.com/threads/104/ , https://homericithaca.com/threads/65/ , https://homericithaca.com/threads/103/ , https://homericithaca.com/threads/66/
Τελευταία επεξεργασία: