Page 8 - ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ new
P. 8

ΑΦΗΓΗΤΗΣ     Να πως τραγούδαγε ο Αοιδός ο ξακουστός. Ο Οδυσσέας τότε
         (Όμηρος)        έλιωνε, το δάκρυ από τα βλέφαρα στα μάγουλα κυλούσε.
                    Όπως γυναίκα κλαίγοντας πέφτει... σε άνδρα αγαπημένο
                    τέτοιον που έπεσε μπροστά στα τείχη και στην πόλη
                    που υπερασπιζόμενος πατρίδα και παιδιά του κακή τον πήρε μοίρα
                    κι εκείνη αυτόν πεθαίνοντας να ξεψυχά τον είδε
                    και με λυγμούς λιγοθυμά πάνω του σπαρταρώντας κι οι άλλοι πίσω
                    κόβοντας ξύλα κι αυτήν στο σβέρκο και στους ώμους
                    την κτυπούν... με βία την τραβάνε πίκρες να βρει και βάσανα
                    κι απ’ τον αβάσταχτο καημό μάγουλα να στεγνώνουν...
                    Έτσι του Οδυσσέα πια τα μάτια του μουσκεύαν.
                    Κι ενώ απ’ τους άλλους ξέφευγε σκεπάζοντας τα δάκρυα
                    μονάχα ο Αλκίνοος κατάλαβε και είδε,
                    κοντά του το αναστέναγμα το άκουσε βαρύ.
                    Και στους Φαιάκους π’ αγαπούν τη θάλασσα γυρνά.

        ΑΛΚΙΝΟΟΣ      «...Την προσοχή σας αρχηγοί και των Φαιάκων βουλευτές
                    ήδη και τη γλυκιά τη φόρμιγγα σταμάτησε ο Δημόδοκος
                    γιατί δεν φέρνει τη χαρά σ’ όλους μ’ αυτά που λέει.
                    Μετά το δείπνο π’ άρχισε ο θείος αοιδός
                    και μέχρι τώρα δε σταμάτησε το κλάμα γοερό
                    ο ξένος... κι όλο και πιο πολύ το άγχος τον κυκλώνει.
                    Αλλ’ άντε και αυτός θα σταματήσει, όλοι για να χαρούμε
                    φιλοξενούντες και φιλοξενούμενος, έτσι επειδή καλύτερο πολύ
                    γιατί για ευχαρίστηση του ξένου όλα είναι
                    με το φευγιό τα δώρα με αγάπη, που δίνουμε φιλεύοντάς τον.
                    Σαν αδελφός ο ξένος κι ο ικέτης είναι
                    κι ο άνθρωπος πολύ δεν θέλει για να το καταλάβει....»
        Γυρίζοντας      «...Και τώρα συ από μια σκέψη πονηρή μην κρύψεις
        προς                  ότι κι αν σε ρωτώ, να μου το πεις καλύτερο θα είναι.
        τον Οδυσσέα     Πες τ’ όνομα με κείνο που σε φωνάζουν η μητέρα κι ο πατέρας
                    κι οι άλλοι μες στην πόλη και όσοι μένουνε κοντά.
                    Γιατί δε μένει ανώνυμος κανείς επί μακρόν μες στους ανθρώπους
                    ούτε κακός κι ούτε καλός, απ’ τη στιγμή που εγεννήθη,
                    αλλά σε όλους δίνουν, αφότου οι γονείς τους τούς γεννούν.
                    Περίγραψε τη χώρα σου σ’ εμέ, το δήμο και την πόλη,
                    για να σε συνοδεύσουνε σκεπτόμενα καράβια





                                       6
   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13