Άρθρα
Αρθρογράφοι
Φόρουμ
Νέες δημοσιεύσεις
Αναζήτηση στο Φόρουμ
Τι νέα
Νέες δημοσιεύσεις
Νέες δημοσιεύσεις προφίλ
Τελευταία δραστηριότητα
Μέλη
Εγγεγραμμένα μέλη
Τρέχοντες επισκέπτες
Νέες δημοσιεύσεις προφίλ
Δημοσιεύσεις προφίλ αναζήτησης
Σύνδεση
Ελληνικά
Language Chooser
English (US)
Ελληνικά
Español
Τι νέα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Αναζήτηση τίτλων μόνο
Με:
Νέες δημοσιεύσεις
Αναζήτηση στο Φόρουμ
Μενού
Σύνδεση
Install the app
Εγκαθιστώ
Φόρουμ
Ομηρική Ιθάκη - Η Γεωγραφία της Οδύσσειας
Ομήρου Οδύσσεια - Αναλύσεις ραψωδιών
Ραψωδία δ΄ - Ο Τηλέμαχος στη Λακεδαίμονα. ΠΕΛΛΑΝΑ. Ο Μενέλαος στην ΑΙΓΥΠΤΟ. ΥΞΩΣ και ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ. Το καρτέρι των μνηστήρων στην ΑΣΤΕΡΙΔΑ
Σαράντος Ι. Καργάκος: Η Σπάρτη κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους – Η περίπτωση της Πελλάνας
Η JavaScript είναι απενεργοποιημένη. Για καλύτερη εμπειρία, παρακαλούμε ενεργοποιήστε το JavaScript στον browser σας πριν προχωρήσετε.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Απάντηση στο θέμα
Μήνυμα
<blockquote data-quote="Νικόλαος Καμπάνης - Mentor" data-source="post: 257" data-attributes="member: 4"><p style="text-align: center">[ATTACH=full]1299[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"><strong>Σαράντος Ι. Καργάκος</strong></p> <p style="text-align: center"><strong></strong></p> <p style="text-align: center"><strong>ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ</strong>, Τόμος Α΄</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"><strong>ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟ-ΔΩΡΙΚΗ ΣΠΑΡΤΗ ΕΩΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΠΕΡΣΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ</strong></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - GUTENBERG, Σελίδες 136 - 147</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"><strong>Η Σπάρτη κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους – Η περίπτωση της Πελλάνας</strong></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: justify">[P]« Η ΓΝΩΣΗ ΜΑΣ γύρω από τη σπαρτιατική τέχνη και αρχαιολογία, όπως και την αρχαιολογική εξέλιξη τους, είναι εξαιρετικά ατελής », παρατηρεί ένας από τούς σημαντικώτερους μελετητές της αρχαίας Σπάρτης, σε μια πρόσφατη εργασία του.<strong>1 </strong>Όταν, κατά τον ίδιο ιστορικό, δεν μπορούμε να έχουμε — παρά τις πληροφορίες του Θουκυδίδη και του Παυσανία — μια ακριβή εικόνα της σπαρτιατικής Αγοράς κατά την κλασσική περίοδο (αυτό « δεν είναι το μόνο παράδοξο στη σύγχρονη μελέτη της Σπάρτης»), θα έμοιαζε μάλλον με χίμαιρα ο εντοπισμός της ομηρικής Σπάρτης,<strong>2</strong> αλλά και ο ονοματικός προσδιορισμός κάποιων οικιστικών ιχνών που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Λακωνικής. Μέχρι στιγμής η έρευνα των λακωνικών περιοχών, όσο κι αν έχει υπερβεί την εκατονταετία, δεν έχει καταλήξει ακόμη σε ακριβή συμπεράσματα.[/P][P]Περί το 3000 π.Χ., ίσως και πιο πριν, σε όλη την έκταση της Εγγύς Ανατολής σημειώνεται μια επαναστατική αλλαγή, σε ό,τι αφορά στην τελειοποίηση των μέσων παραγωγής, στην αύξηση του πληθυσμού, και στη δημιουργία πόλεων ευρυτάτου σχηματισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ομάδων ειδικευμένων τεχνιτών περί την κατασκευή οικοδομών, όπλων και λοιπών αντικειμένων. Οι τεχνίτες αυτοί κάλυπταν, χρησιμοποιώντας σαν «γέφυρες» τα νησιά του Αιγαίου, τεράστιες αποστάσεις κι έχουν αφήσει τα «δακτυλικά αποτυπώματά» τους σε μια ευρεία έκταση των ανατολικών περιοχών της Ελλάδος, από τον Ορχομενό ως τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Μόνο πού παρατηρούνται στις δύο αυτές περιοχές κάποιες τοπικές παραλλαγές.<strong>3</strong> Δεν απουσιάζουν από τον ελληνικό χώρο οι επαφές με την Ανατολή και τη Δύση. Η Λακωνία, όμως, λόγω γειτνιάσεως — και λόγω Κυθήρων και Αντικυθήρων πού λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι σταθμοί — είχε στενώτερες επαφές με την Κρήτη.<strong>4</strong> Με την έναρξη της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου, ειδικά στη Λακωνία και Μεσσηνία παράλληλα με τούς θαλαμοειδείς εμφανίζονται και οι θολωτοί τάφοι, πού οι πλείστοι είναι υπόσκαφοι (σκαλισμένοι σε βράχο), όπως δείχνει το σύμπλεγμα τάφων της Πελλάνας. Συχνά μάλιστα, όταν ισχυροποιείται κάποιο γένος, οι αρχηγοί των πατριών δεν διστάζουν να κατασκευάσουν τάφους επιβλητικούς πού να επισκιάζουν τον γύρω οικισμό, όπως συμβαίνει με τον τάφο πού βρέθηκε στο Βαφειό. Ωστόσο, στη Λακωνία δεν έχει — τουλάχιστον ακόμη — βρεθεί το ανακτορικό συγκρότημα πού θα δικαιολογούσε με το μέγεθος και τα πλούτη του τη φήμη πού είχε αποκτήσει η Σπάρτη κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Έχουν βρεθεί τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθος, της Θήβας, της Πύλου και μόνο της Σπάρτης δεν έχει βρεθεί. «Οι δύο ‘‘μεγάλες κατοικίες’’ στις όποιες ο Όμηρος πέρασε πάρα πολύ καιρό, δηλαδή εκείνη του Μενελάου στη Σπάρτη και εκείνη του Οδυσσέως στην Ιθάκη, δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη» (Vermeule, όπ.π., σ. 172). Ελπίδες πολλές γέννησαν οι έρευνες του αρχαιολόγου Λαζ. Κολώνα στον Πόρο της Κεφαλληνίας, ελπίδες επίσης γεννούν και οι έρευνες του αρχαιολόγου Θ. Σπυρόπουλου στη θέση όπου παλιά υπήρχε οικισμός με την ονομασία Γεωργιτσιάνικα Καλύβια και το όποιο μετονομάσθηκε κι έλαβε την αρχαία ονομασία Πελλάνα.[/P][P]Στο χώρο αυτό ήταν γνωστό από την παλιά εποχή ότι υπήρχε συγκρότημα μυκηναϊκών λαξευτών τάφων πού οι ντόπιοι ονόμαζαν Σπηλιές. Ένας μικρός λόφος μαλακού και εύσκαπτου πετρώματος είναι κούφιος κατά τη δυτική πλευρά πού αντικρύζει τον Ταΰγετο. Πρώτος ανέσκαψε το χώρο (δύο μικρούς θαλαμωτούς τάφους) το 1926 ο αρχαιολόγος Θ. Καραχάλιος. Το 1970 ό αρχαιολόγος Γ. Σταϊνχάουερ καθάρισε έναν ευρύ θολόσχημο τάφο. Αλλ’ η περιοχή άρχισε να αναδεικνύεται μετά τις ανασκαφές του εφόρου Θ. Σπυρόπουλου, πού κράτησαν επί μία 15ετία (1980-1995). Ένας τάφος μάλιστα, πού έχει θόλο με διάμετρο 10 μ., και πού στερεώθηκε και επιστεγάσθηκε κατά τα τελευταία χρόνια, δίνει εντύπωση «βασιλικού» τάφου. Τόσον ο τάφος αυτός όσο και τα ευρήματα στην ακρόπολη της Πελλάνας, πού ήταν γνωστή ως Παλαιόκαστρο (λόγω της υπάρξεως υπολειμμάτων οχυρού κτίσματος των χρόνων της Φραγκοκρατίας), δημιουργούν υπόνοιες περί «ανακτορικού» χώρου στην εν λόγω περιοχή. Οι έρευνες του Θ. Σπυρόπουλου επί του λόφου και στο πρανές πού εκτείνεται νοτίως αυτού απεκάλυøαν ίχνη κατοικήσεως από την κακώς — κατ’ εμέ — λεγομένη Πρωτοελλαδική Εποχή (2500 π.Χ.). Στην ανατολική πλευρά μία μνημειώδης πλακόστρωτη οδός των μυκηναϊκών χρόνων, συντηρημένη και σε μεταγενέστερη εποχή, οδηγεί προς την κορυφή, όπου ευρέθησαν ίχνη «ανακτορικού» μεγάρου, πού σε συνδυασμό με τον ευρύ οικισμό πού είναι κι αυτός των μυκηναϊκών καιρών<strong>5 </strong>έκαναν τον Θ. Σπυρόπουλο να διατυπώσει με ισχυρή επιχειρηματολογία τη γνώμη ότι ή Πελλάνα είναι η ομηρική Λακεδαίμων και τα επί του λόφου ευρήματα είναι υπολείμματα του ανακτόρου του Μενελάου και της Ελένης.<strong>6</strong> Δεν χρειάζεται να επισημανθεί η σοβαρότητα μιας τέτοιας απόψεως για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Βέβαια έχουν εγερθεί πολλές αμφισβητήσεις εκ μέρους Ελλήνων και ξένων ιστορικών και αρχαιολόγων, αλλ’ εμείς μέχρι να ολοκληρωθεί πλήρως το έργο της ανασκαφής, κυρίως όμως ως την επίσημη δημοσίευση των πορισμάτων της ανασκαφικής έρευνας εκ μέρους του ερευνητού, οφείλουμε να διατηρήσουμε μια reservatio mentalis, μια διανοητική επιφυλακτικότητα, αφού άλλωστε οι έρευνες της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής υπό τον Η. Catling στην περιοχή του λεγόμενου Μενελαΐου (5 χλμ. ΝΑ. της Σπάρτης) έχουν αποκαλύψει σημαντικότερα στοιχεία οικιστικού χώρου και ανακτόρου, κάτι πού κάνει τον εν λόγω ερευνητή να ταυτίζει την περιοχή με την ομηρική Σπάρτη, όπου ο Μενέλαος είχε την έδρα του.<strong>7 </strong>Άλλωστε, εδώ υπήρχε και υπάρχει το ιερό του Μενελάου και της Ελένης, από το όποιο έχει διασωθεί η μυκηναϊκή κατασκευή προς την οποία οδηγεί μία δύσβατη ανωφερής οδός. Το όλο μνημείο εγκλείεται από περίβολο πού κτίστηκε στους αρχαϊκούς χρόνους με προσθήκες ή επισκευές των ρωμαϊκών χρόνων.<strong>8</strong>.[/P] [P]Φρονώ ότι όλες οι έρευνες κάνουν καλό και ως ένα βαθμό οι αντιθέσεις, όταν μένουν σε αυστηρά επιστημονικό επίπεδο, είναι επωφελείς, διότι φωτίζουν αδιευκρίνιστα στοιχεία και γενικότερα οξύνουν την κριτική μας ευαισθησία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή, το πολιτικό status, πού είχε διαμορφωθεί στη Λακωνία, δεν γεννάται καμία αμφιβολία ότι ήταν μια πολυκεντρική μορφή εξουσίας. Αν ληφθεί υπόψη ότι κατά τον 13ο π.Χ. αιώνα, κατά τον όποιο έγινε η εκστρατεία της Τροίας, όλοι οι λόφοι της Αργολίδος ήσαν κατειλημμένοι από οχυρά και ότι στη Λακωνία οι μέχρι στιγμής επισημανθείσες μυκηναϊκές εγκαταστάσεις ξεπερνούν τις 60 (στη Μεσσηνία-Τριφυλία προσεγγίζουν — ίσως και υπερβαίνουν — τις 100), αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Λακωνία δεν ήταν ένα μόνο «βασίλειο», αυτό του Μενελάου, αλλά και άλλα «βασίλεια», πού άνηκαν σε άλλους τοπάρχες (Fάvακτες), πού δεν έτυχε να μνημονευθούν από τον Όμηρο.[/P][P]Ο Όμηρος περιορίζει την οπτική του στη Σπάρτη και στη Λακεδαίμονα, την οποία ονομάζει κοίλη (Β 381, δ 1), δηλαδή «βαθουλή», αφού βρίσκεται στη μέση των δύο φυσικών τειχών, του Ταϋγέτου και του Πάρνωνος. Ονομάζει ακόμη ο Όμηρος την Λακεδαίμονα κητώεσσα (Β 581, δ 1), λόγω της φαραγγώδους διαμορφώσεως του εδάφους της. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Λακεδαίμων είναι όρος ευρείας εκτάσεως με κέντρο τη Σπάρτη, όπου υπήρχε η έδρα του Μενελάου, ο οποίος ήλεγχε την γύρω περιοχή με κτίσματα οχυρά στους λόφους της ελεγχόμενης από αυτόν Λακεδαίμονος αλλά και πέραν αυτής. Την άποψη ότι έδρα του Μενελάου ήταν η Σπάρτη και όχι πόλη με ονομασία Λακεδαίμων, βεβαιώνουν τα επιρρήματα Σπάρτηθεν (= από τη Σπάρτη, β 327, δ 10) και Σπάρτηνδε (= προς τη Σπάρτη, α 285), ενώ για την Λακεδαίμονα δεν υπάρχουν, λόγω ευρείας εκτάσεως, τέτοιοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Ο Όμηρος με τον όρο Λακεδαίμων υπονοεί τον χώρο, ο οποίος στον ομηρικό Ύμνον εις Απόλλωνα ονομάζεται Λακωνίς [γαία] (απ. 410). Πέρα από τις ερμηνείες που παραθέσαμε εμείς, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει και στην πρόσφατη τρίτομη έκδοση της Οδύσσειας των Stephanie West-Al f red Heubeck και J. Β. Hainsworth (Παπαδήμας 2005, τόμ. Α΄, σ. 374-75 και 376). Στη σελίδα αυτή σημειώνεται ή φράση: «Η Σπάρτη είναι πόλη, ενώ η Λακεδαίμων ολόκληρη η περιοχή της Λακωνίας». Ωστόσο, όπως θα μας δοθεί αλλού η ευκαιρία να το δείξουμε, ο Όμηρος δεν είναι εγκρατής γνώστης της λακωνικής γεωγραφίας.[/P]</p><p></p><p style="text-align: center"><strong>Ο τάφος του Βαφειού και οι Κρητικές επιδράσεις</strong></p><p></p><p style="text-align: justify">[P]ΤΟ ΒΑΦΕΙΟ είναι ονομασία ερημωμένου άλλοτε χωρίου ΝΑ των αρχαίων Αμυκλών, στη θέση όπου κατά το απώτερο παρελθόν ήκμαζε η πόλη Φάρις. Το Βαφειό κατέστη παγκοσμίως διάσημο χάρη στο θολωτό τάφο μυκηναϊκής εποχής πού ανάσκαψε το 1889 ο Χρ. Τσούντας. Δυστυχώς, όπως πλείστοι άλλοι τάφοι, είχε συληθεί κι αυτός από τυμβωρύχους, πιθανώς κατά τους χρόνους του Καποδιστρίου, όταν τον λακωνικό πληθυσμό είχε καταλάβει μανία για την εξεύρεση κρυμμένων τουρκικών θησαυρών. Τον τάφο πρώτος ανεκάλυψε το 1805 ο Grotius, και τον περιέγραψε το 1839 ο Άγγλος συνταγματάρχης Mure. Είναι μεγάλων διαστάσεων (10,35 διάμετρος, 29,80 μήκος δρόμου) και ανήκε σε ισχυρή αρχοντική οικογένεια, χωρίς ακόμη να έχει επισημανθεί ίχνος επαύλεως στην περιοχή, παρόλο πού εικάζεται ότι μια τοποθεσία κοντά στο λεγόμενο Παλαιοπύργι πιθανώς να κρύβει «ανάκτορο». Η σπουδαία ιστορικός, σε ό,τι άφορα στην εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα, η Emily Vermeule, παρατηρεί για τον εν λόγω τάφο τα εξής: «Και είναι περίεργο το ότι βρισκόταν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, σαν καπέλο πάνω σε φούρνο, αντί να ανοιχθεί στη βάση μιας πλαγιάς. Αυτό φαίνεται πώς είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των θολωτών τάφων στη Λακωνία, Μεσσηνία και Θεσσαλία».<strong>9</strong> Η Vermeule ομιλεί για τάφο πρίγκιπα (θα προτιμούσα τοπάρχη), πού είχε υπό την κυριαρχία του την εύφορη και ευρεία έκταση και, μέσω της γραμμής πού ακολουθεί η ροή του Ευρώτα, είχε αναπτύξει σχέσεις με την Κρήτη, έχοντας ως ενδιάμεσο σταθμό τα Κύθηρα.[/P][P]Οι τυμβωρύχοι εισήλθαν από την κορυφή, πού είχε ήδη διαρραγεί στα μετεπαναστατικά χρόνια και σύλησαν τον τάφο, αφήνοντας πίσω τους ελάχιστα κτερίσματα (όπως ένα ψάρι από έλασμα χρυσού) αλλά δεν πρόσεξαν έναν υπόγειο τάφο πού ήταν κατασκευασμένος στο δάπεδο. «Ήταν μεγαλύτερος από το ύψος ενός άνδρα, χαλικόστρωτος, λιθόκτιστος και καλυμμένος με πλάκα και περιείχε τον άρχοντα του Βαφειού με τα κτερίσματά του άθικτα. Ο σκελετός δεν ήταν σε καλή κατάσταση αλλά πιθανώς ήταν άνδρας — με εμφανώς Μινωική λεπτότητα και πιθανή αγάπη προς τα παλαιότερα της εποχής του αντικείμενα — όπως νόμισε ο Τσούντας, επειδή γύρω του υπήρχαν δακτυλίδια, ένας σωρός από σφραγιδολίθους σε κάθε καρπό χεριού, ογδόντα χάντρες από αμέθυστο επάνω στο στήθος του, ένα κάτοπτρο, το άνω μέρος από σκουλαρίκι και αρωματικά αγγεία. Αυτή η λεπτότης πού χαρακτηρίζει αυτά τα αντικείμενα αντισταθμιζόταν από ένα ολόκληρο οπλοστάσιο: ένα ξίφος μήκους 94 εκ., εννέα μαχαίρια και εγχειρίδια, δύο βαριά κυνηγετικά δόρατα και δύο πελέκεις.<strong>10</strong> Μέρος αυτού του οπλισμού φαινόταν να είχε τοποθετηθεί σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο στο προς την κεφαλή μέρος του λάκκου το διπλό περιδέραιο (όρμος) από αμέθυστους και ο σωρός των σφραγιδολίθων, στο μέρος όπου ευρίσκοντο οι αποσαθρωμένοι καρποί των χεριών, αποτελούσαν φυσικά μέρος των ενδυμάτων με τα όποια είχε ταφεί ο άρχων του Βαφειού. Είχε στην πλευρά του ένα επίχρυσο εγχειρίδιο και σε κάθε χέρι από ένα χρυσό και ένα αργυρό ποτήρια» (Vermeule, όπ.π., σ. 137).[/P][P]Τα χρυσά ποτήρια είναι τα παγκοσμίως διάσημα Κύπελλα του Βαφειού, τα οποία, κατά τον Τσούντα, ανάγονται στο τέλος της πρώτης Υστερομινωικής Εποχής, δηλαδή στα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Την περιγραφή αφήνουμε στον ίδιο τον ανασκαφέα πού διέθετε και αξιόλογο περιγραφικό ταλέντο:[/P]</p> <p style="text-align: justify">«<strong><span style="color: rgb(61, 142, 185)">Είναι δε αυτά δύο χρυσά ποτήρια και εικονίζουν την σύλληψιν ταύρων από αγέλας τρεφομένας πιθανώτατα διά τα ταυροκαθάψια, ήτοι ακροβατικά γυμνάσματα επάνω εις άγριους ή ημιάγριους ταύρους, γυμνάσματα πολύ τολμηρά και πολύ επικίνδυνα, εις τα οποία ελάμβανον πολλάκις μέρος και γυναίκες. Εις το εν ποτήριον η αγέλη είναι ειρηνική, απάγει δ’ απ’ αυτήν ανήρ μυκώμενον (μυκώμαι = μουγκρίζω) ταύρον, εις τον πόδα του οποίου έδεσε χονδρόν σχοινίον, ενώ δύο άλλοι ταύροι στέκονται οπίσω ήσυχοι και φαίνονται ως να οαρίζουν (=συναναστρέφονται) μεταξύ των, τρίτος δε προσέρχεται προς αυτούς οσφραινόμενος. Εις το άλλο η θήρα (= κυνήγι) λαμβάνει πολύ αγριωτέραν μορφήν· το μέσον της εικόνος κατέχει ταύρος συλληφθείς εις δίκτυον, το οποίο προσέδεσαν εις δύο δένδρα, άλλος δε ταύρος επήδησεν επάνω από το δίκτυον με εν τεράστιον τίναγμα του βαρέος σώματος του και τρίτος φεύγει ορμητικός προς την αντίθετον διεύθυνσιν, ενώ αγωνίζεται συνάμα ν’ απαλλαγή από δύο ταυροκαθάπτας, εκ των οποίων ο εις ερρίφθη εις τα νώτα, άλλ’ εκρημνίσθη κατακέφαλα, ο δ’ άλλος κρατείται με τας χείρας και τα σκέλη από τα κέρατα του ζώου</span></strong>»<strong>11</strong></p> <p style="text-align: justify">(Χρ. Τσούντας: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης, 1964, σσ. 42-43).</p><p></p><p style="margin-left: 40px"></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1288[/ATTACH]</p><p></p><p></p><p style="text-align: justify">[P]Ο μεγάλος αρχαιολόγος θεωρεί ότι τα ποτήρια ήσαν ταίρια και εικάζει ότι κατασκευάσθηκαν από τον ίδιο τεχνίτη πού μπορεί να εργαζόταν στο χώρο της μυκηναϊκής Ελλάδος, αλλ’ όμως τα στοιχεία της τεχνικής του φέρουν όλα τα ουσιώδη γνωρίσματα της κρητικής τέχνης, πού είναι η ελευθερία και η ορμή των κινήσεων, οι συχνότατα παράτολμες στάσεις, τα ραδινά (= λεπτά), λυγερά και νευρώδη σώματα των ανδρών και το πιο βασικό χαρακτηριστικό: τη φυσιολατρία. Μια αγάπη για την απεικόνιση του φυτικού και ζωικού κόσμου (όπ.π., σσ. 43-44).[/P][P]Όλος ο πλούτος, πού ελάχιστο μέρος του έχει διασωθεί στον τάφο του Βαφειού και ο οποίος τάφος τοποθετείται περί το 1600 π.Χ., θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτέλεσμα μιας πειρατικής επιδρομής σε πόλεις της Κρήτης ή και αιγυπτιακών ακτών, αν δεν υπήρχαν τάφοι της ίδιας εποχής και σε άλλες πελοποννησιακές περιοχές, κάτι πού μπορεί να καθιστά πιθανώτερη τη διασπορά Κρητών τεχνιτών σε πολλές περιοχές πού είχαν —υπό την αρχηγία ισχυρών τοπαρχών — παρουσιάσει αξιόλογη πρόοδο, όχι μόνο οικονομική αλλά και αισθητική, αν λάβουμε υπόψη τα κτερίσματα του Βαφειού πού θυμίζουν συλλογή ενός ευαίσθητου συλλέκτη.<strong>12</strong> Άλλωστε, η διανομή της Πελοποννήσου, κατά την περίοδο αυτή, σε πολλές αυτοδιοικούμενες περιοχές, όπως αυτή της Φάριδος/Βαφειού, επέτρεπε ένα ευρύ πλαίσιο ανταλλαγών μεταξύ απομακρυσμένων μεταξύ τους περιοχών. Δεν είναι παράτολμο να εικάσουμε ότι οι τοπάρχες της Φάριδος, μέσω Κυθήρων - Αντικυθήρων, θα βρίσκονταν σε στενές επαφές με τα κρητικά εργαστήρια πού χρειάζονταν τον πράσινο πορφυρίτη (lapis Lacedaemonius) και το rosso antico, όπως λέγεται το γνωστό ερυθρό μάρμαρο του Πάρνωνος, πού έχει χρησιμοποιηθεί και στον λεγόμενο Θησαυρό του Ατρέως (Vermeule, όπ.π., σ. 138).[/P][P]Ας προστεθεί ακόμα ότι ο τάφος του Βαφειού αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για το υψηλό επίπεδο τεχνικής, στο οποίο είχε φθάσει ή μυκηναϊκή οπλουργία. Βρέθηκαν κι εδώ διακοσμημένα με σκηνές κυνηγίου εγχειρίδια, σαν αυτά πού βρέθηκαν στις Μυκήνες, Αίγιο, Θήβα κ.ά. Διότι, παρά την οποιαδήποτε καλλιτεχνική τους αξία, δεν έπαυαν τα όπλα αυτά να είναι «εργαλεία πολέμου». Κι ούτε πρέπει να παραθεωρείται ότι ο άρχοντας του Βαφειού ήταν ένας πολεμικός αρχηγός πού σκοτώθηκε σε μάχη και θάφτηκε σε ένα τάφο, όπου πιθανώς θα ήσαν θαμμένα κι άλλα μέλη της πατριάς του. Οπωσδήποτε η πολεμική αυτή κοινωνία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, όπου το τραγούδι, συνοδευόμενο από ειδικό μουσικό όργανο, αποτελούσε στοιχείο ζωής, όπως δείχνει ένα μικρό χάλκινο ομοίωμα λύρας, το οποίο είχε οκτώ υποδοχές για χορδές· βρέθηκε στις Αμύκλες μαζί με τερρακότες πού χαρακτηρίζουν την περίοδο εμφανίσεως των Λαών της Θαλάσσης (Vermeule, όπ.π., σ. 333).[/P]</p> <p style="text-align: justify">_________________________________</p> <p style="text-align: justify">(<strong>1</strong>) Paul Cartledge: Το μεγαλείο της Σπάρτης - Σπαρτιατικοί Στοχασμοί (τίτλος πρωτοτύπου Spartan Reflections = Σπαρτιατικές αναπολήσεις), Ενάλιος, σ. 327.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>2</strong>) Ο Όμηρος δίνει κάποιες γενικού χαρακτήρα πληροφορίες για τη Σπάρτη. Πιο σημαντική θεωρώ αυτή του δ 605, όπου ο Τηλέμαχος λέγει πώς στην πόλη υπήρχαν ‘‘δρόμοι ευρέες’’.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>3</strong>) Emily Vermeule: Ελλάς - Εποχή τον Χαλκού, Καρδαμίτσα 1983, σ. 26.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>4</strong>) Μινωικά κέντρα, εστίες κρητικού πολιτισμού, υπήρχαν σε πολλά μέρη της Μεσογείου υπό την ονομασία Μινώα. «Μινώαι υπήρχον εις μίαν νησίδα παρά τα Μέγαρα, εις την Σίφνον, την Αμοργόν, την Πάρον, εις την Λ α κ ω ν ί α ν (Μονεμβασία), εις την Κέρκυραν, επίσης δε εις Σικελίαν» (Στυλιανός Αλεξίου: Μινωικός πολιτισμός, Β΄ έκδοση, Ηράκλειο χ.χ., σ. 43).</p> <p style="text-align: justify">(<strong>5</strong>) Ο οικισμός αυτός, όπως δείχνουν τα υπολείμματα του, διατηρήθηκε ως την ελληνιστική εποχή.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>6</strong>) Βλ. συνέντευξη του ιδίου στο διευθυντή της Λακωνικής Επικαιρότητας κ. Ηλία Μπόνο (29 Απριλίου 2004), οπού μεταξύ πολλών ενδιαφερουσών απόψεων λέγει: «Το μέγαρο της Λακεδαίμονος, παρά τις καταστροφές πού υπέστη κατά τα μεταγενέστερα χρόνια, διατηρεί πειστικά τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό τύπο. Είναι απ’ τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, αφού έχει πλάτος 13,5 m. και συνολικό μήκος 35 m. (...) Εντοπίσαμε το ανάκτορο του Μενελάου στην σημερινή Πελλάνα, στην τότε πόλη Λακεδαίμων, όπως και ο Όμηρος γράφει, μετά από 20ετή μελέτη και ανασκαφή. Πρόκειται για μυκηναϊκό ανάκτορο. Εντύπωση προξενεί πώς τα αντίστοιχα ανάκτο ρα της Πύλου, της Θήβας, των Μυκηνών χαρακτηρίστηκαν του Νέστορος, του Κάδμου, του Αγαμέμνονα και το μοναδικό στο Λακωνικό χώρο ανάκτορο διστάζουν να χαρακτηρίσουν Μενελάιον Ανάκτορο. Η επωνυμία φοβίζει σήμερα πολλούς αρχαιολόγους» (σ. 2).</p><p>(<strong>7</strong>) Αντίθετος προς τη «μεταφορά» του ομηρικού ανακτόρου της Ελένης και του Μενελάου στην Πελλάνα είναι και ο Paul Cartledge:</p><p style="text-align: justify">«Πρόσφατα, έγινε μια προσπάθεια να επανατοποθετηθεί το ανάκτορο του ομηρικού Μενελάου από τη Σπάρτη στην Πελλάνα, πού βρίσκεται πιο βόρεια στο νομό Λακωνίας. Αυτή η άποψη όμως διαψεύδεται τόσο από τούς αρχαίους μύθους και τις τοποθεσίες όπου πραγματοποιούνταν λατρευτικές τελετές όσο και από γεωπολιτικές παραμέτρους. Αν όντως ο Μενέλαος έζησε στην ΄Ύστερη Εποχή του Χαλκού, το ανάκτορο του θα πρέπει να ήταν κοντά ή στο ίδιο σημείο πού βρίσκεται η ιστορική Σπάρτη — πιθανότατα εκεί όπου, χάρη στις ανασκαφές πού πραγματοποίησε η Βρετανική Σχολή Αθηνών, ανακαλύφθηκε ένας μεγάλος οικισμός στον όποιο υπάρχει ένα οικοδόμημα πού θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «μέγαρο»» (Paul Cartledge: Οι Σπαρτιάτες, Λιβάνης 2004, σ. 58). Ο Λάκων, όμως, πολιτικός και συγγραφέας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, σε πρόσφατη εργασία του, σημειώνει: «Ούτε βασιλικοί τάφοι βρέθηκαν (στη Λακωνία), ούτε κυκλώπεια τείχη, ούτε μέγαρο με ιερά και αποθήκες. Όλα όμως αυτά βρέθηκαν κοντά στη σημερινή Πελλάνα, πού κατά τον Σπυρόπουλο, πού επικαλείται τον Όμηρο, είναι η ομηρική Λακεδαίμων — πού υπήρξε πρωτεύουσα του Μενελάου» (Πολιτιστική φωτογραμμετρία, Μίλητος 2004, σ. 52).</p> <p style="text-align: justify">(<strong>8</strong>) Για τις ανασκαφικές έρευνες των Βρεττανών στην περιοχή του Μενελαΐου βλ. τη σπουδαία μελέτη τού Η. W. Catling: Excavations of the British School at Athens at the Menelawn, Sparta (1973-1975), Λακωνικαί Σπουδαί Β’ (1975), σσ. 258-6</p> <p style="text-align: justify">(<strong>9</strong>) Emily Vermeule: Ελλάς - Εποχή τον Χαλκού, σ. 137.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>10</strong>) Ανάμεσα στα κτερίσματα βρέθηκαν ένα μεγάλο δόρυ με ξύλινο στέλεχος, ένα μικρότερο ακόντιο (παγχάλκεον), μήκους 1,035 κι ένας σφραγιδόλιθος πού παριστάνει κυνήγιο κάπρου, πού βάλλεται με ένα παγχάλκιον σαν αυτό πού περιγράφει ο Όμηρος, το οποίο, σύμφωνα με τον Ησύχιο, ονομάζεται καπροβόλον, ενώ από άλλους αρχαίους συγγραφείς ονομάζεται σιγύνη. «Σημειωτέον ότι χαυλιόδοντες κάπρων δεν ευρέθησαν εντός του τάφου τούτου» (Γεώργιος Κορρές: Ελλαδικοί πολιτισμοί, 1985, σ. 270). Ο ίδιος αρχαιολόγος εικάζει ότι τα ευρεθέντα κτερίσματα, «τα οποία ανήκον και εις γυναίκα και εις άνδρα, ίσως υποδηλούν ότι ο λάκκος απετέλει κενοτάφιον ζεύγους νεκρών» (σ. 271). Άλλωστε, το κάτοπτρο πού βρέθηκε πλησίον των όπλων, ταιριάζει περισσότερο σε γυναίκα.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>11</strong>) Τα κύπελλα του Βαφειού φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Είναι αναγκαίο να μεταφερθούν σε ένα νεότευκτο μουσείο της Σπάρτης πού καβαφικά «κι όλο το κινάει για νάρθει», άλλα ποτέ δεν φτάνει. Το Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών μόλις επαρκεί να στεγάσει τους αττικούς θησαυρούς. Η Σπάρτη δεν έχει ακόμη το μουσείο πού της ταιριάζει.</p> <p style="text-align: justify">(<strong>12</strong>) «Ο άρχων του Βαφειού ήταν ένας συλλέκτης και γνώστης των τεχνών, όπως πολλοί ευγενείς, οι οποίοι εξεπλάγησαν και γοητεύτηκαν από αυτά πού μπορούσαν να κατασκευάζουν με τα χέρια τους οι Κρήτες. Κανένα απλό πάθος για μοναξιά, σαν αυτό πού προσφέρουν οι σφραγιδόλιθοι, δεν θα μπορούσε να τον σπρώξει στην απόκτηση σαράντα ενός διαφορετικών τύπων» (Vermeule, δπ.π., σ. 140)</p> <p style="text-align: justify"></p> <p style="text-align: justify">[P]Η συνεργασία αυτή με τον αείμνηστο Σαράντο Καργάκο πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2012 και όλα όσα περιγράφονται εδώ περιλαμβάνονται στο βιβλίο: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ραψωδία δ'.[/P]</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1289[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center">Κατερίνα Φεΐκου, γενική γραμματέας του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΕΛΛΑΝΑΣ</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1292[/ATTACH][ATTACH=full]1291[/ATTACH][ATTACH=full]1293[/ATTACH]</p> <p style="text-align: justify"></p> <p style="text-align: justify">[P]Η σημερινή Πελλάνα είναι χτισμένη σε λόφο που σχηματίζουν οι προεκτάσεις της οροσειράς του Ταϋγέτου και έχει εύφορο κάμπο με πολλά νερά. Παλαιότερα ονομαζόταν Γεωργιτσιάνικα Καλύβια και από το 1912 Καλύβια. Το 1932 μετονομάστηκε σε Πελλάνα.[/P] [P]Η περιοχή κατοικήθηκε και διαδραμάτησε σημαντικό ιστορικό ρόλο ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, καθώς η πορεία και ανάπτυξη της αρχαίας Πελλάνας συμβάδιζε με της Σπάρτης.[/P] [P]Στην περιοχή συνεχώς ανακαλύπτονται πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, όστρακα, νομίσματα, αρχιτεκτονικά μέλη κλπ. Στην αρχαιότητα η στρατηγική θέση της περιοχής είχε ως αποτέλεσμα την οχύρωσή της από τους Σπαρτιάτες και χρησιμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα, ως ορμητήριο από τον Αγησίλαο εναντίον του Επαμεινώνδα. Ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος την ονομάζουν ‘‘Πελλήνη’’ και αναφέρεται στα ‘‘Λακωνικά’’ του Παυσανία.[/P][P]Η αρχαία πόλη βρισκόταν ανατολικά του σημερινού χωριού, όπου διακρίνονται λείψανα τείχους των Ελληνιστικών χρόνων και της Φραγκοκρατίας.[/P]</p> <p style="text-align: justify"><u>[P]Στην Πελλάνα υπάρχει:[/P]</u>[P].<strong>Ο Πύργος των Γκουζιουλαίων</strong>. Οχυρός Πύργος 200 περίπου χρόνων, με πολεμότρυπες ικανού οπτικού πεδίου.[/P]</p> <p style="text-align: justify"><u>[P]Στην γύρω περιοχή ο επισκέπτης μπορεί να δει:[/P]</u>[P].<strong>Τους μεγαλοπρεπείς βασιλικούς Μυκηναϊκούς τάφους</strong>. Σε απόσταση 1 χλμ. βόρεια του χωριού, στη θέση ‘‘Πελεκητή’’ βρίσκεται το Μυκηναϊκό νεκροταφείο με τους λαξευτούς θολωτούς τάφους. Ένας από αυτούς είναι από τους μεγαλύτερους στον Ελλαδικό χώρο. Τελευταία προστατεύτηκε με ειδικό στέγαστρο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.[/P]</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1294[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1290[/ATTACH][ATTACH=full]1296[/ATTACH][ATTACH=full]1295[/ATTACH]</p> <p style="text-align: justify">[P]Την <strong>ακρόπολη της αρχαίας Πελλάνας</strong>. Βοριοανατολικά του σημερινού χωριού, από τη πηγή ‘‘Άσπρη Βρύση’’ μέχρι το ‘‘Παλαιόκαστρο’’ σώζονται ίχνη οικισμού των πρωτοελλαδικών χρόνων (2500 πχ περίπου) καθώς και η ακρόπολη της αρχαίας Πελλάνας, στην κορυφή του λόφου. Εκεί αποκαλύφθηκε Τύμβος, ο οποίος ανήκει σε ομάδα Τύμβων της πρωτοελλαδικής περιόδου που περιβάλλεται από λίθινη κρυπίδα.[/P][P]Στη νότια πλαγιά του λόφου αποκαλύφθηκε τμήμα οικισμού των Μυκηναϊκών και Ελληνιστικών χρόνων. Εδώ η αρχαιολογική σκαπάνη αναζητεί την Ομηρική Λακεδαίμονα, στην οποία είχαν τα ανάκτορά τους ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη.[/P][P]Πολλά και σημαντικά ευρήματα έχουν έρθει στο φως, όπως ταινίες από χρυσά φύλλα, χρυσά ελάσματα, κοσμήματα, φυλαχτά, αλάβαστρο, αμφορείς ανακτορικού ρυθμού, κεραμικά που καλύπτουν ολόκληρη τη μυκηναϊκή περίοδο (16ος -αρχές 12ου αιώνα πχ), σπάνιος θησαυρός χάλκινων νομισμάτων και άλλα.[/P] [P]Έχουμε εδώ με βεβαιότητα μια εξακολουθητική χρήση του σημαντικού νεκροταφείου της Πελλάνας, από το 1500 έως το 1200 πχ., δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού.[/P]</p> <p style="text-align: center"></p> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]1297[/ATTACH] [ATTACH=full]1298[/ATTACH]</p><p></p><p style="text-align: justify">[P]Συμπεραίνει κανείς ότι η Πελλάνα υπήρξε ένα νέο Μυκηναϊκό κέντρο με συνεχή κατοίκηση, που αυτό έχει άμμεσες επιπτώσεις στην ανασύνθεση της ιστορικής εικόνας της υστερομυκηναϊκής Λακωνίας, της εποχής των ομηρικών επών και του τρωϊκού πολέμου, της εποχής του Τυνδάρεω, του Μενελάου και της Ελένης.[/P]</p> <p style="text-align: justify">[P]Το <strong>ιερό του Ασκληπιού</strong>. Νοτιοανατολικά του χωριού και σε απόσταση λίγων μέτρων από την ‘‘Πελλανίδα πηγή’’ ήταν το ιερό του Ασκληπιού, που αναφέρει και ο Παυσανίας. Σώζονται μόνο κίονες κλασικής και ρωμαϊκής εποχής.[/P] [P]Τον <strong>ναό της Ζωοδόχου πηγής</strong>. Ξωκλήσι έξω από το χωριό Περιβόλια μέσα σε σπηλιά.[/P]</p> <p style="text-align: justify"></p> <p style="text-align: justify">Το κείμενο και τις φωτογραφίες αυτές, μας έστειλε η κυρία Κατερίνα Φεΐκου, γενική γραμματέας του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΕΛΛΑΝΑΣ με πρόεδρο την κυρία Ποτούλα Σγούρδα. Τηλέφωνο επικοινωνίας 6944626330.</p> <p style="text-align: justify">Είχε δημοσιευθεί στον ιστότοπο του τέως Δήμου Πελλάνας. Τ.Ε.Ι Πειραιά : <a href="http://hellas.teipir.gr/thesis/pellana/greek/pellang.htm">http://hellas.teipir.gr/thesis/pellana/greek/pellang.htm</a></p> <p style="text-align: justify">Ευχαριστούμε πολύ !</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Νικόλαος Καμπάνης - Mentor, post: 257, member: 4"] [CENTER][ATTACH type="full" alt="1705451674210.png"]1299[/ATTACH] [B]Σαράντος Ι. Καργάκος ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ[/B], Τόμος Α΄ [B]ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟ-ΔΩΡΙΚΗ ΣΠΑΡΤΗ ΕΩΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΠΕΡΣΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ[/B] ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - GUTENBERG, Σελίδες 136 - 147 [B]Η Σπάρτη κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους – Η περίπτωση της Πελλάνας[/B] [/CENTER] [JUSTIFY][P]« Η ΓΝΩΣΗ ΜΑΣ γύρω από τη σπαρτιατική τέχνη και αρχαιολογία, όπως και την αρχαιολογική εξέλιξη τους, είναι εξαιρετικά ατελής », παρατηρεί ένας από τούς σημαντικώτερους μελετητές της αρχαίας Σπάρτης, σε μια πρόσφατη εργασία του.[B]1 [/B]Όταν, κατά τον ίδιο ιστορικό, δεν μπορούμε να έχουμε — παρά τις πληροφορίες του Θουκυδίδη και του Παυσανία — μια ακριβή εικόνα της σπαρτιατικής Αγοράς κατά την κλασσική περίοδο (αυτό « δεν είναι το μόνο παράδοξο στη σύγχρονη μελέτη της Σπάρτης»), θα έμοιαζε μάλλον με χίμαιρα ο εντοπισμός της ομηρικής Σπάρτης,[B]2[/B] αλλά και ο ονοματικός προσδιορισμός κάποιων οικιστικών ιχνών που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Λακωνικής. Μέχρι στιγμής η έρευνα των λακωνικών περιοχών, όσο κι αν έχει υπερβεί την εκατονταετία, δεν έχει καταλήξει ακόμη σε ακριβή συμπεράσματα.[/P][P]Περί το 3000 π.Χ., ίσως και πιο πριν, σε όλη την έκταση της Εγγύς Ανατολής σημειώνεται μια επαναστατική αλλαγή, σε ό,τι αφορά στην τελειοποίηση των μέσων παραγωγής, στην αύξηση του πληθυσμού, και στη δημιουργία πόλεων ευρυτάτου σχηματισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ομάδων ειδικευμένων τεχνιτών περί την κατασκευή οικοδομών, όπλων και λοιπών αντικειμένων. Οι τεχνίτες αυτοί κάλυπταν, χρησιμοποιώντας σαν «γέφυρες» τα νησιά του Αιγαίου, τεράστιες αποστάσεις κι έχουν αφήσει τα «δακτυλικά αποτυπώματά» τους σε μια ευρεία έκταση των ανατολικών περιοχών της Ελλάδος, από τον Ορχομενό ως τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Μόνο πού παρατηρούνται στις δύο αυτές περιοχές κάποιες τοπικές παραλλαγές.[B]3[/B] Δεν απουσιάζουν από τον ελληνικό χώρο οι επαφές με την Ανατολή και τη Δύση. Η Λακωνία, όμως, λόγω γειτνιάσεως — και λόγω Κυθήρων και Αντικυθήρων πού λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι σταθμοί — είχε στενώτερες επαφές με την Κρήτη.[B]4[/B] Με την έναρξη της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου, ειδικά στη Λακωνία και Μεσσηνία παράλληλα με τούς θαλαμοειδείς εμφανίζονται και οι θολωτοί τάφοι, πού οι πλείστοι είναι υπόσκαφοι (σκαλισμένοι σε βράχο), όπως δείχνει το σύμπλεγμα τάφων της Πελλάνας. Συχνά μάλιστα, όταν ισχυροποιείται κάποιο γένος, οι αρχηγοί των πατριών δεν διστάζουν να κατασκευάσουν τάφους επιβλητικούς πού να επισκιάζουν τον γύρω οικισμό, όπως συμβαίνει με τον τάφο πού βρέθηκε στο Βαφειό. Ωστόσο, στη Λακωνία δεν έχει — τουλάχιστον ακόμη — βρεθεί το ανακτορικό συγκρότημα πού θα δικαιολογούσε με το μέγεθος και τα πλούτη του τη φήμη πού είχε αποκτήσει η Σπάρτη κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Έχουν βρεθεί τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθος, της Θήβας, της Πύλου και μόνο της Σπάρτης δεν έχει βρεθεί. «Οι δύο ‘‘μεγάλες κατοικίες’’ στις όποιες ο Όμηρος πέρασε πάρα πολύ καιρό, δηλαδή εκείνη του Μενελάου στη Σπάρτη και εκείνη του Οδυσσέως στην Ιθάκη, δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη» (Vermeule, όπ.π., σ. 172). Ελπίδες πολλές γέννησαν οι έρευνες του αρχαιολόγου Λαζ. Κολώνα στον Πόρο της Κεφαλληνίας, ελπίδες επίσης γεννούν και οι έρευνες του αρχαιολόγου Θ. Σπυρόπουλου στη θέση όπου παλιά υπήρχε οικισμός με την ονομασία Γεωργιτσιάνικα Καλύβια και το όποιο μετονομάσθηκε κι έλαβε την αρχαία ονομασία Πελλάνα.[/P][P]Στο χώρο αυτό ήταν γνωστό από την παλιά εποχή ότι υπήρχε συγκρότημα μυκηναϊκών λαξευτών τάφων πού οι ντόπιοι ονόμαζαν Σπηλιές. Ένας μικρός λόφος μαλακού και εύσκαπτου πετρώματος είναι κούφιος κατά τη δυτική πλευρά πού αντικρύζει τον Ταΰγετο. Πρώτος ανέσκαψε το χώρο (δύο μικρούς θαλαμωτούς τάφους) το 1926 ο αρχαιολόγος Θ. Καραχάλιος. Το 1970 ό αρχαιολόγος Γ. Σταϊνχάουερ καθάρισε έναν ευρύ θολόσχημο τάφο. Αλλ’ η περιοχή άρχισε να αναδεικνύεται μετά τις ανασκαφές του εφόρου Θ. Σπυρόπουλου, πού κράτησαν επί μία 15ετία (1980-1995). Ένας τάφος μάλιστα, πού έχει θόλο με διάμετρο 10 μ., και πού στερεώθηκε και επιστεγάσθηκε κατά τα τελευταία χρόνια, δίνει εντύπωση «βασιλικού» τάφου. Τόσον ο τάφος αυτός όσο και τα ευρήματα στην ακρόπολη της Πελλάνας, πού ήταν γνωστή ως Παλαιόκαστρο (λόγω της υπάρξεως υπολειμμάτων οχυρού κτίσματος των χρόνων της Φραγκοκρατίας), δημιουργούν υπόνοιες περί «ανακτορικού» χώρου στην εν λόγω περιοχή. Οι έρευνες του Θ. Σπυρόπουλου επί του λόφου και στο πρανές πού εκτείνεται νοτίως αυτού απεκάλυøαν ίχνη κατοικήσεως από την κακώς — κατ’ εμέ — λεγομένη Πρωτοελλαδική Εποχή (2500 π.Χ.). Στην ανατολική πλευρά μία μνημειώδης πλακόστρωτη οδός των μυκηναϊκών χρόνων, συντηρημένη και σε μεταγενέστερη εποχή, οδηγεί προς την κορυφή, όπου ευρέθησαν ίχνη «ανακτορικού» μεγάρου, πού σε συνδυασμό με τον ευρύ οικισμό πού είναι κι αυτός των μυκηναϊκών καιρών[B]5 [/B]έκαναν τον Θ. Σπυρόπουλο να διατυπώσει με ισχυρή επιχειρηματολογία τη γνώμη ότι ή Πελλάνα είναι η ομηρική Λακεδαίμων και τα επί του λόφου ευρήματα είναι υπολείμματα του ανακτόρου του Μενελάου και της Ελένης.[B]6[/B] Δεν χρειάζεται να επισημανθεί η σοβαρότητα μιας τέτοιας απόψεως για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Βέβαια έχουν εγερθεί πολλές αμφισβητήσεις εκ μέρους Ελλήνων και ξένων ιστορικών και αρχαιολόγων, αλλ’ εμείς μέχρι να ολοκληρωθεί πλήρως το έργο της ανασκαφής, κυρίως όμως ως την επίσημη δημοσίευση των πορισμάτων της ανασκαφικής έρευνας εκ μέρους του ερευνητού, οφείλουμε να διατηρήσουμε μια reservatio mentalis, μια διανοητική επιφυλακτικότητα, αφού άλλωστε οι έρευνες της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής υπό τον Η. Catling στην περιοχή του λεγόμενου Μενελαΐου (5 χλμ. ΝΑ. της Σπάρτης) έχουν αποκαλύψει σημαντικότερα στοιχεία οικιστικού χώρου και ανακτόρου, κάτι πού κάνει τον εν λόγω ερευνητή να ταυτίζει την περιοχή με την ομηρική Σπάρτη, όπου ο Μενέλαος είχε την έδρα του.[B]7 [/B]Άλλωστε, εδώ υπήρχε και υπάρχει το ιερό του Μενελάου και της Ελένης, από το όποιο έχει διασωθεί η μυκηναϊκή κατασκευή προς την οποία οδηγεί μία δύσβατη ανωφερής οδός. Το όλο μνημείο εγκλείεται από περίβολο πού κτίστηκε στους αρχαϊκούς χρόνους με προσθήκες ή επισκευές των ρωμαϊκών χρόνων.[B]8[/B].[/P] [P]Φρονώ ότι όλες οι έρευνες κάνουν καλό και ως ένα βαθμό οι αντιθέσεις, όταν μένουν σε αυστηρά επιστημονικό επίπεδο, είναι επωφελείς, διότι φωτίζουν αδιευκρίνιστα στοιχεία και γενικότερα οξύνουν την κριτική μας ευαισθησία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή, το πολιτικό status, πού είχε διαμορφωθεί στη Λακωνία, δεν γεννάται καμία αμφιβολία ότι ήταν μια πολυκεντρική μορφή εξουσίας. Αν ληφθεί υπόψη ότι κατά τον 13ο π.Χ. αιώνα, κατά τον όποιο έγινε η εκστρατεία της Τροίας, όλοι οι λόφοι της Αργολίδος ήσαν κατειλημμένοι από οχυρά και ότι στη Λακωνία οι μέχρι στιγμής επισημανθείσες μυκηναϊκές εγκαταστάσεις ξεπερνούν τις 60 (στη Μεσσηνία-Τριφυλία προσεγγίζουν — ίσως και υπερβαίνουν — τις 100), αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Λακωνία δεν ήταν ένα μόνο «βασίλειο», αυτό του Μενελάου, αλλά και άλλα «βασίλεια», πού άνηκαν σε άλλους τοπάρχες (Fάvακτες), πού δεν έτυχε να μνημονευθούν από τον Όμηρο.[/P][P]Ο Όμηρος περιορίζει την οπτική του στη Σπάρτη και στη Λακεδαίμονα, την οποία ονομάζει κοίλη (Β 381, δ 1), δηλαδή «βαθουλή», αφού βρίσκεται στη μέση των δύο φυσικών τειχών, του Ταϋγέτου και του Πάρνωνος. Ονομάζει ακόμη ο Όμηρος την Λακεδαίμονα κητώεσσα (Β 581, δ 1), λόγω της φαραγγώδους διαμορφώσεως του εδάφους της. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Λακεδαίμων είναι όρος ευρείας εκτάσεως με κέντρο τη Σπάρτη, όπου υπήρχε η έδρα του Μενελάου, ο οποίος ήλεγχε την γύρω περιοχή με κτίσματα οχυρά στους λόφους της ελεγχόμενης από αυτόν Λακεδαίμονος αλλά και πέραν αυτής. Την άποψη ότι έδρα του Μενελάου ήταν η Σπάρτη και όχι πόλη με ονομασία Λακεδαίμων, βεβαιώνουν τα επιρρήματα Σπάρτηθεν (= από τη Σπάρτη, β 327, δ 10) και Σπάρτηνδε (= προς τη Σπάρτη, α 285), ενώ για την Λακεδαίμονα δεν υπάρχουν, λόγω ευρείας εκτάσεως, τέτοιοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Ο Όμηρος με τον όρο Λακεδαίμων υπονοεί τον χώρο, ο οποίος στον ομηρικό Ύμνον εις Απόλλωνα ονομάζεται Λακωνίς [γαία] (απ. 410). Πέρα από τις ερμηνείες που παραθέσαμε εμείς, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει και στην πρόσφατη τρίτομη έκδοση της Οδύσσειας των Stephanie West-Al f red Heubeck και J. Β. Hainsworth (Παπαδήμας 2005, τόμ. Α΄, σ. 374-75 και 376). Στη σελίδα αυτή σημειώνεται ή φράση: «Η Σπάρτη είναι πόλη, ενώ η Λακεδαίμων ολόκληρη η περιοχή της Λακωνίας». Ωστόσο, όπως θα μας δοθεί αλλού η ευκαιρία να το δείξουμε, ο Όμηρος δεν είναι εγκρατής γνώστης της λακωνικής γεωγραφίας.[/P][/JUSTIFY] [CENTER][B]Ο τάφος του Βαφειού και οι Κρητικές επιδράσεις[/B][/CENTER] [JUSTIFY][P]ΤΟ ΒΑΦΕΙΟ είναι ονομασία ερημωμένου άλλοτε χωρίου ΝΑ των αρχαίων Αμυκλών, στη θέση όπου κατά το απώτερο παρελθόν ήκμαζε η πόλη Φάρις. Το Βαφειό κατέστη παγκοσμίως διάσημο χάρη στο θολωτό τάφο μυκηναϊκής εποχής πού ανάσκαψε το 1889 ο Χρ. Τσούντας. Δυστυχώς, όπως πλείστοι άλλοι τάφοι, είχε συληθεί κι αυτός από τυμβωρύχους, πιθανώς κατά τους χρόνους του Καποδιστρίου, όταν τον λακωνικό πληθυσμό είχε καταλάβει μανία για την εξεύρεση κρυμμένων τουρκικών θησαυρών. Τον τάφο πρώτος ανεκάλυψε το 1805 ο Grotius, και τον περιέγραψε το 1839 ο Άγγλος συνταγματάρχης Mure. Είναι μεγάλων διαστάσεων (10,35 διάμετρος, 29,80 μήκος δρόμου) και ανήκε σε ισχυρή αρχοντική οικογένεια, χωρίς ακόμη να έχει επισημανθεί ίχνος επαύλεως στην περιοχή, παρόλο πού εικάζεται ότι μια τοποθεσία κοντά στο λεγόμενο Παλαιοπύργι πιθανώς να κρύβει «ανάκτορο». Η σπουδαία ιστορικός, σε ό,τι άφορα στην εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα, η Emily Vermeule, παρατηρεί για τον εν λόγω τάφο τα εξής: «Και είναι περίεργο το ότι βρισκόταν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, σαν καπέλο πάνω σε φούρνο, αντί να ανοιχθεί στη βάση μιας πλαγιάς. Αυτό φαίνεται πώς είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των θολωτών τάφων στη Λακωνία, Μεσσηνία και Θεσσαλία».[B]9[/B] Η Vermeule ομιλεί για τάφο πρίγκιπα (θα προτιμούσα τοπάρχη), πού είχε υπό την κυριαρχία του την εύφορη και ευρεία έκταση και, μέσω της γραμμής πού ακολουθεί η ροή του Ευρώτα, είχε αναπτύξει σχέσεις με την Κρήτη, έχοντας ως ενδιάμεσο σταθμό τα Κύθηρα.[/P][P]Οι τυμβωρύχοι εισήλθαν από την κορυφή, πού είχε ήδη διαρραγεί στα μετεπαναστατικά χρόνια και σύλησαν τον τάφο, αφήνοντας πίσω τους ελάχιστα κτερίσματα (όπως ένα ψάρι από έλασμα χρυσού) αλλά δεν πρόσεξαν έναν υπόγειο τάφο πού ήταν κατασκευασμένος στο δάπεδο. «Ήταν μεγαλύτερος από το ύψος ενός άνδρα, χαλικόστρωτος, λιθόκτιστος και καλυμμένος με πλάκα και περιείχε τον άρχοντα του Βαφειού με τα κτερίσματά του άθικτα. Ο σκελετός δεν ήταν σε καλή κατάσταση αλλά πιθανώς ήταν άνδρας — με εμφανώς Μινωική λεπτότητα και πιθανή αγάπη προς τα παλαιότερα της εποχής του αντικείμενα — όπως νόμισε ο Τσούντας, επειδή γύρω του υπήρχαν δακτυλίδια, ένας σωρός από σφραγιδολίθους σε κάθε καρπό χεριού, ογδόντα χάντρες από αμέθυστο επάνω στο στήθος του, ένα κάτοπτρο, το άνω μέρος από σκουλαρίκι και αρωματικά αγγεία. Αυτή η λεπτότης πού χαρακτηρίζει αυτά τα αντικείμενα αντισταθμιζόταν από ένα ολόκληρο οπλοστάσιο: ένα ξίφος μήκους 94 εκ., εννέα μαχαίρια και εγχειρίδια, δύο βαριά κυνηγετικά δόρατα και δύο πελέκεις.[B]10[/B] Μέρος αυτού του οπλισμού φαινόταν να είχε τοποθετηθεί σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο στο προς την κεφαλή μέρος του λάκκου το διπλό περιδέραιο (όρμος) από αμέθυστους και ο σωρός των σφραγιδολίθων, στο μέρος όπου ευρίσκοντο οι αποσαθρωμένοι καρποί των χεριών, αποτελούσαν φυσικά μέρος των ενδυμάτων με τα όποια είχε ταφεί ο άρχων του Βαφειού. Είχε στην πλευρά του ένα επίχρυσο εγχειρίδιο και σε κάθε χέρι από ένα χρυσό και ένα αργυρό ποτήρια» (Vermeule, όπ.π., σ. 137).[/P][P]Τα χρυσά ποτήρια είναι τα παγκοσμίως διάσημα Κύπελλα του Βαφειού, τα οποία, κατά τον Τσούντα, ανάγονται στο τέλος της πρώτης Υστερομινωικής Εποχής, δηλαδή στα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Την περιγραφή αφήνουμε στον ίδιο τον ανασκαφέα πού διέθετε και αξιόλογο περιγραφικό ταλέντο:[/P] «[B][COLOR=rgb(61, 142, 185)]Είναι δε αυτά δύο χρυσά ποτήρια και εικονίζουν την σύλληψιν ταύρων από αγέλας τρεφομένας πιθανώτατα διά τα ταυροκαθάψια, ήτοι ακροβατικά γυμνάσματα επάνω εις άγριους ή ημιάγριους ταύρους, γυμνάσματα πολύ τολμηρά και πολύ επικίνδυνα, εις τα οποία ελάμβανον πολλάκις μέρος και γυναίκες. Εις το εν ποτήριον η αγέλη είναι ειρηνική, απάγει δ’ απ’ αυτήν ανήρ μυκώμενον (μυκώμαι = μουγκρίζω) ταύρον, εις τον πόδα του οποίου έδεσε χονδρόν σχοινίον, ενώ δύο άλλοι ταύροι στέκονται οπίσω ήσυχοι και φαίνονται ως να οαρίζουν (=συναναστρέφονται) μεταξύ των, τρίτος δε προσέρχεται προς αυτούς οσφραινόμενος. Εις το άλλο η θήρα (= κυνήγι) λαμβάνει πολύ αγριωτέραν μορφήν· το μέσον της εικόνος κατέχει ταύρος συλληφθείς εις δίκτυον, το οποίο προσέδεσαν εις δύο δένδρα, άλλος δε ταύρος επήδησεν επάνω από το δίκτυον με εν τεράστιον τίναγμα του βαρέος σώματος του και τρίτος φεύγει ορμητικός προς την αντίθετον διεύθυνσιν, ενώ αγωνίζεται συνάμα ν’ απαλλαγή από δύο ταυροκαθάπτας, εκ των οποίων ο εις ερρίφθη εις τα νώτα, άλλ’ εκρημνίσθη κατακέφαλα, ο δ’ άλλος κρατείται με τας χείρας και τα σκέλη από τα κέρατα του ζώου[/COLOR][/B]»[B]11[/B] (Χρ. Τσούντας: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης, 1964, σσ. 42-43).[/JUSTIFY] [INDENT=2][/INDENT] [CENTER] [ATTACH type="full" alt="1705447007579.png"]1288[/ATTACH][/CENTER] [JUSTIFY][P]Ο μεγάλος αρχαιολόγος θεωρεί ότι τα ποτήρια ήσαν ταίρια και εικάζει ότι κατασκευάσθηκαν από τον ίδιο τεχνίτη πού μπορεί να εργαζόταν στο χώρο της μυκηναϊκής Ελλάδος, αλλ’ όμως τα στοιχεία της τεχνικής του φέρουν όλα τα ουσιώδη γνωρίσματα της κρητικής τέχνης, πού είναι η ελευθερία και η ορμή των κινήσεων, οι συχνότατα παράτολμες στάσεις, τα ραδινά (= λεπτά), λυγερά και νευρώδη σώματα των ανδρών και το πιο βασικό χαρακτηριστικό: τη φυσιολατρία. Μια αγάπη για την απεικόνιση του φυτικού και ζωικού κόσμου (όπ.π., σσ. 43-44).[/P][P]Όλος ο πλούτος, πού ελάχιστο μέρος του έχει διασωθεί στον τάφο του Βαφειού και ο οποίος τάφος τοποθετείται περί το 1600 π.Χ., θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτέλεσμα μιας πειρατικής επιδρομής σε πόλεις της Κρήτης ή και αιγυπτιακών ακτών, αν δεν υπήρχαν τάφοι της ίδιας εποχής και σε άλλες πελοποννησιακές περιοχές, κάτι πού μπορεί να καθιστά πιθανώτερη τη διασπορά Κρητών τεχνιτών σε πολλές περιοχές πού είχαν —υπό την αρχηγία ισχυρών τοπαρχών — παρουσιάσει αξιόλογη πρόοδο, όχι μόνο οικονομική αλλά και αισθητική, αν λάβουμε υπόψη τα κτερίσματα του Βαφειού πού θυμίζουν συλλογή ενός ευαίσθητου συλλέκτη.[B]12[/B] Άλλωστε, η διανομή της Πελοποννήσου, κατά την περίοδο αυτή, σε πολλές αυτοδιοικούμενες περιοχές, όπως αυτή της Φάριδος/Βαφειού, επέτρεπε ένα ευρύ πλαίσιο ανταλλαγών μεταξύ απομακρυσμένων μεταξύ τους περιοχών. Δεν είναι παράτολμο να εικάσουμε ότι οι τοπάρχες της Φάριδος, μέσω Κυθήρων - Αντικυθήρων, θα βρίσκονταν σε στενές επαφές με τα κρητικά εργαστήρια πού χρειάζονταν τον πράσινο πορφυρίτη (lapis Lacedaemonius) και το rosso antico, όπως λέγεται το γνωστό ερυθρό μάρμαρο του Πάρνωνος, πού έχει χρησιμοποιηθεί και στον λεγόμενο Θησαυρό του Ατρέως (Vermeule, όπ.π., σ. 138).[/P][P]Ας προστεθεί ακόμα ότι ο τάφος του Βαφειού αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για το υψηλό επίπεδο τεχνικής, στο οποίο είχε φθάσει ή μυκηναϊκή οπλουργία. Βρέθηκαν κι εδώ διακοσμημένα με σκηνές κυνηγίου εγχειρίδια, σαν αυτά πού βρέθηκαν στις Μυκήνες, Αίγιο, Θήβα κ.ά. Διότι, παρά την οποιαδήποτε καλλιτεχνική τους αξία, δεν έπαυαν τα όπλα αυτά να είναι «εργαλεία πολέμου». Κι ούτε πρέπει να παραθεωρείται ότι ο άρχοντας του Βαφειού ήταν ένας πολεμικός αρχηγός πού σκοτώθηκε σε μάχη και θάφτηκε σε ένα τάφο, όπου πιθανώς θα ήσαν θαμμένα κι άλλα μέλη της πατριάς του. Οπωσδήποτε η πολεμική αυτή κοινωνία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, όπου το τραγούδι, συνοδευόμενο από ειδικό μουσικό όργανο, αποτελούσε στοιχείο ζωής, όπως δείχνει ένα μικρό χάλκινο ομοίωμα λύρας, το οποίο είχε οκτώ υποδοχές για χορδές· βρέθηκε στις Αμύκλες μαζί με τερρακότες πού χαρακτηρίζουν την περίοδο εμφανίσεως των Λαών της Θαλάσσης (Vermeule, όπ.π., σ. 333).[/P] _________________________________ ([B]1[/B]) Paul Cartledge: Το μεγαλείο της Σπάρτης - Σπαρτιατικοί Στοχασμοί (τίτλος πρωτοτύπου Spartan Reflections = Σπαρτιατικές αναπολήσεις), Ενάλιος, σ. 327. ([B]2[/B]) Ο Όμηρος δίνει κάποιες γενικού χαρακτήρα πληροφορίες για τη Σπάρτη. Πιο σημαντική θεωρώ αυτή του δ 605, όπου ο Τηλέμαχος λέγει πώς στην πόλη υπήρχαν ‘‘δρόμοι ευρέες’’. ([B]3[/B]) Emily Vermeule: Ελλάς - Εποχή τον Χαλκού, Καρδαμίτσα 1983, σ. 26. ([B]4[/B]) Μινωικά κέντρα, εστίες κρητικού πολιτισμού, υπήρχαν σε πολλά μέρη της Μεσογείου υπό την ονομασία Μινώα. «Μινώαι υπήρχον εις μίαν νησίδα παρά τα Μέγαρα, εις την Σίφνον, την Αμοργόν, την Πάρον, εις την Λ α κ ω ν ί α ν (Μονεμβασία), εις την Κέρκυραν, επίσης δε εις Σικελίαν» (Στυλιανός Αλεξίου: Μινωικός πολιτισμός, Β΄ έκδοση, Ηράκλειο χ.χ., σ. 43). ([B]5[/B]) Ο οικισμός αυτός, όπως δείχνουν τα υπολείμματα του, διατηρήθηκε ως την ελληνιστική εποχή. ([B]6[/B]) Βλ. συνέντευξη του ιδίου στο διευθυντή της Λακωνικής Επικαιρότητας κ. Ηλία Μπόνο (29 Απριλίου 2004), οπού μεταξύ πολλών ενδιαφερουσών απόψεων λέγει: «Το μέγαρο της Λακεδαίμονος, παρά τις καταστροφές πού υπέστη κατά τα μεταγενέστερα χρόνια, διατηρεί πειστικά τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό τύπο. Είναι απ’ τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, αφού έχει πλάτος 13,5 m. και συνολικό μήκος 35 m. (...) Εντοπίσαμε το ανάκτορο του Μενελάου στην σημερινή Πελλάνα, στην τότε πόλη Λακεδαίμων, όπως και ο Όμηρος γράφει, μετά από 20ετή μελέτη και ανασκαφή. Πρόκειται για μυκηναϊκό ανάκτορο. Εντύπωση προξενεί πώς τα αντίστοιχα ανάκτο ρα της Πύλου, της Θήβας, των Μυκηνών χαρακτηρίστηκαν του Νέστορος, του Κάδμου, του Αγαμέμνονα και το μοναδικό στο Λακωνικό χώρο ανάκτορο διστάζουν να χαρακτηρίσουν Μενελάιον Ανάκτορο. Η επωνυμία φοβίζει σήμερα πολλούς αρχαιολόγους» (σ. 2).[/JUSTIFY] ([B]7[/B]) Αντίθετος προς τη «μεταφορά» του ομηρικού ανακτόρου της Ελένης και του Μενελάου στην Πελλάνα είναι και ο Paul Cartledge: [JUSTIFY]«Πρόσφατα, έγινε μια προσπάθεια να επανατοποθετηθεί το ανάκτορο του ομηρικού Μενελάου από τη Σπάρτη στην Πελλάνα, πού βρίσκεται πιο βόρεια στο νομό Λακωνίας. Αυτή η άποψη όμως διαψεύδεται τόσο από τούς αρχαίους μύθους και τις τοποθεσίες όπου πραγματοποιούνταν λατρευτικές τελετές όσο και από γεωπολιτικές παραμέτρους. Αν όντως ο Μενέλαος έζησε στην ΄Ύστερη Εποχή του Χαλκού, το ανάκτορο του θα πρέπει να ήταν κοντά ή στο ίδιο σημείο πού βρίσκεται η ιστορική Σπάρτη — πιθανότατα εκεί όπου, χάρη στις ανασκαφές πού πραγματοποίησε η Βρετανική Σχολή Αθηνών, ανακαλύφθηκε ένας μεγάλος οικισμός στον όποιο υπάρχει ένα οικοδόμημα πού θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «μέγαρο»» (Paul Cartledge: Οι Σπαρτιάτες, Λιβάνης 2004, σ. 58). Ο Λάκων, όμως, πολιτικός και συγγραφέας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, σε πρόσφατη εργασία του, σημειώνει: «Ούτε βασιλικοί τάφοι βρέθηκαν (στη Λακωνία), ούτε κυκλώπεια τείχη, ούτε μέγαρο με ιερά και αποθήκες. Όλα όμως αυτά βρέθηκαν κοντά στη σημερινή Πελλάνα, πού κατά τον Σπυρόπουλο, πού επικαλείται τον Όμηρο, είναι η ομηρική Λακεδαίμων — πού υπήρξε πρωτεύουσα του Μενελάου» (Πολιτιστική φωτογραμμετρία, Μίλητος 2004, σ. 52). ([B]8[/B]) Για τις ανασκαφικές έρευνες των Βρεττανών στην περιοχή του Μενελαΐου βλ. τη σπουδαία μελέτη τού Η. W. Catling: Excavations of the British School at Athens at the Menelawn, Sparta (1973-1975), Λακωνικαί Σπουδαί Β’ (1975), σσ. 258-6 ([B]9[/B]) Emily Vermeule: Ελλάς - Εποχή τον Χαλκού, σ. 137. ([B]10[/B]) Ανάμεσα στα κτερίσματα βρέθηκαν ένα μεγάλο δόρυ με ξύλινο στέλεχος, ένα μικρότερο ακόντιο (παγχάλκεον), μήκους 1,035 κι ένας σφραγιδόλιθος πού παριστάνει κυνήγιο κάπρου, πού βάλλεται με ένα παγχάλκιον σαν αυτό πού περιγράφει ο Όμηρος, το οποίο, σύμφωνα με τον Ησύχιο, ονομάζεται καπροβόλον, ενώ από άλλους αρχαίους συγγραφείς ονομάζεται σιγύνη. «Σημειωτέον ότι χαυλιόδοντες κάπρων δεν ευρέθησαν εντός του τάφου τούτου» (Γεώργιος Κορρές: Ελλαδικοί πολιτισμοί, 1985, σ. 270). Ο ίδιος αρχαιολόγος εικάζει ότι τα ευρεθέντα κτερίσματα, «τα οποία ανήκον και εις γυναίκα και εις άνδρα, ίσως υποδηλούν ότι ο λάκκος απετέλει κενοτάφιον ζεύγους νεκρών» (σ. 271). Άλλωστε, το κάτοπτρο πού βρέθηκε πλησίον των όπλων, ταιριάζει περισσότερο σε γυναίκα. ([B]11[/B]) Τα κύπελλα του Βαφειού φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Είναι αναγκαίο να μεταφερθούν σε ένα νεότευκτο μουσείο της Σπάρτης πού καβαφικά «κι όλο το κινάει για νάρθει», άλλα ποτέ δεν φτάνει. Το Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών μόλις επαρκεί να στεγάσει τους αττικούς θησαυρούς. Η Σπάρτη δεν έχει ακόμη το μουσείο πού της ταιριάζει. ([B]12[/B]) «Ο άρχων του Βαφειού ήταν ένας συλλέκτης και γνώστης των τεχνών, όπως πολλοί ευγενείς, οι οποίοι εξεπλάγησαν και γοητεύτηκαν από αυτά πού μπορούσαν να κατασκευάζουν με τα χέρια τους οι Κρήτες. Κανένα απλό πάθος για μοναξιά, σαν αυτό πού προσφέρουν οι σφραγιδόλιθοι, δεν θα μπορούσε να τον σπρώξει στην απόκτηση σαράντα ενός διαφορετικών τύπων» (Vermeule, δπ.π., σ. 140) [P]Η συνεργασία αυτή με τον αείμνηστο Σαράντο Καργάκο πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2012 και όλα όσα περιγράφονται εδώ περιλαμβάνονται στο βιβλίο: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ραψωδία δ'.[/P][/JUSTIFY] [CENTER] [ATTACH type="full" alt="1705448407460.png"]1289[/ATTACH] Κατερίνα Φεΐκου, γενική γραμματέας του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΕΛΛΑΝΑΣ [ATTACH type="full" alt="1705448824621.png"]1292[/ATTACH][ATTACH type="full" alt="1705448689442.png"]1291[/ATTACH][ATTACH type="full" alt="1705448908383.png"]1293[/ATTACH][/CENTER] [JUSTIFY] [P]Η σημερινή Πελλάνα είναι χτισμένη σε λόφο που σχηματίζουν οι προεκτάσεις της οροσειράς του Ταϋγέτου και έχει εύφορο κάμπο με πολλά νερά. Παλαιότερα ονομαζόταν Γεωργιτσιάνικα Καλύβια και από το 1912 Καλύβια. Το 1932 μετονομάστηκε σε Πελλάνα.[/P] [P]Η περιοχή κατοικήθηκε και διαδραμάτησε σημαντικό ιστορικό ρόλο ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, καθώς η πορεία και ανάπτυξη της αρχαίας Πελλάνας συμβάδιζε με της Σπάρτης.[/P] [P]Στην περιοχή συνεχώς ανακαλύπτονται πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, όστρακα, νομίσματα, αρχιτεκτονικά μέλη κλπ. Στην αρχαιότητα η στρατηγική θέση της περιοχής είχε ως αποτέλεσμα την οχύρωσή της από τους Σπαρτιάτες και χρησιμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα, ως ορμητήριο από τον Αγησίλαο εναντίον του Επαμεινώνδα. Ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος την ονομάζουν ‘‘Πελλήνη’’ και αναφέρεται στα ‘‘Λακωνικά’’ του Παυσανία.[/P][P]Η αρχαία πόλη βρισκόταν ανατολικά του σημερινού χωριού, όπου διακρίνονται λείψανα τείχους των Ελληνιστικών χρόνων και της Φραγκοκρατίας.[/P] [U][P]Στην Πελλάνα υπάρχει:[/P][/U][P].[B]Ο Πύργος των Γκουζιουλαίων[/B]. Οχυρός Πύργος 200 περίπου χρόνων, με πολεμότρυπες ικανού οπτικού πεδίου.[/P] [U][P]Στην γύρω περιοχή ο επισκέπτης μπορεί να δει:[/P][/U][P].[B]Τους μεγαλοπρεπείς βασιλικούς Μυκηναϊκούς τάφους[/B]. Σε απόσταση 1 χλμ. βόρεια του χωριού, στη θέση ‘‘Πελεκητή’’ βρίσκεται το Μυκηναϊκό νεκροταφείο με τους λαξευτούς θολωτούς τάφους. Ένας από αυτούς είναι από τους μεγαλύτερους στον Ελλαδικό χώρο. Τελευταία προστατεύτηκε με ειδικό στέγαστρο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.[/P][/JUSTIFY] [CENTER] [ATTACH type="full" alt="1705449517404.png"]1294[/ATTACH] [ATTACH type="full" alt="1705448527519.png"]1290[/ATTACH][ATTACH type="full" alt="1705450042210.png"]1296[/ATTACH][ATTACH type="full" alt="1705449950170.png"]1295[/ATTACH][/CENTER] [JUSTIFY][P]Την [B]ακρόπολη της αρχαίας Πελλάνας[/B]. Βοριοανατολικά του σημερινού χωριού, από τη πηγή ‘‘Άσπρη Βρύση’’ μέχρι το ‘‘Παλαιόκαστρο’’ σώζονται ίχνη οικισμού των πρωτοελλαδικών χρόνων (2500 πχ περίπου) καθώς και η ακρόπολη της αρχαίας Πελλάνας, στην κορυφή του λόφου. Εκεί αποκαλύφθηκε Τύμβος, ο οποίος ανήκει σε ομάδα Τύμβων της πρωτοελλαδικής περιόδου που περιβάλλεται από λίθινη κρυπίδα.[/P][P]Στη νότια πλαγιά του λόφου αποκαλύφθηκε τμήμα οικισμού των Μυκηναϊκών και Ελληνιστικών χρόνων. Εδώ η αρχαιολογική σκαπάνη αναζητεί την Ομηρική Λακεδαίμονα, στην οποία είχαν τα ανάκτορά τους ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη.[/P][P]Πολλά και σημαντικά ευρήματα έχουν έρθει στο φως, όπως ταινίες από χρυσά φύλλα, χρυσά ελάσματα, κοσμήματα, φυλαχτά, αλάβαστρο, αμφορείς ανακτορικού ρυθμού, κεραμικά που καλύπτουν ολόκληρη τη μυκηναϊκή περίοδο (16ος -αρχές 12ου αιώνα πχ), σπάνιος θησαυρός χάλκινων νομισμάτων και άλλα.[/P] [P]Έχουμε εδώ με βεβαιότητα μια εξακολουθητική χρήση του σημαντικού νεκροταφείου της Πελλάνας, από το 1500 έως το 1200 πχ., δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού.[/P][/JUSTIFY] [CENTER] [ATTACH type="full" alt="1705450937094.png"]1297[/ATTACH] [ATTACH type="full" alt="1705451040316.png"]1298[/ATTACH][/CENTER] [JUSTIFY][P]Συμπεραίνει κανείς ότι η Πελλάνα υπήρξε ένα νέο Μυκηναϊκό κέντρο με συνεχή κατοίκηση, που αυτό έχει άμμεσες επιπτώσεις στην ανασύνθεση της ιστορικής εικόνας της υστερομυκηναϊκής Λακωνίας, της εποχής των ομηρικών επών και του τρωϊκού πολέμου, της εποχής του Τυνδάρεω, του Μενελάου και της Ελένης.[/P] [P]Το [B]ιερό του Ασκληπιού[/B]. Νοτιοανατολικά του χωριού και σε απόσταση λίγων μέτρων από την ‘‘Πελλανίδα πηγή’’ ήταν το ιερό του Ασκληπιού, που αναφέρει και ο Παυσανίας. Σώζονται μόνο κίονες κλασικής και ρωμαϊκής εποχής.[/P] [P]Τον [B]ναό της Ζωοδόχου πηγής[/B]. Ξωκλήσι έξω από το χωριό Περιβόλια μέσα σε σπηλιά.[/P] Το κείμενο και τις φωτογραφίες αυτές, μας έστειλε η κυρία Κατερίνα Φεΐκου, γενική γραμματέας του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΕΛΛΑΝΑΣ με πρόεδρο την κυρία Ποτούλα Σγούρδα. Τηλέφωνο επικοινωνίας 6944626330. Είχε δημοσιευθεί στον ιστότοπο του τέως Δήμου Πελλάνας. Τ.Ε.Ι Πειραιά : [URL]http://hellas.teipir.gr/thesis/pellana/greek/pellang.htm[/URL] Ευχαριστούμε πολύ ![/JUSTIFY] [/QUOTE]
Ονομα
Δημοσίευση απάντησης
Φόρουμ
Ομηρική Ιθάκη - Η Γεωγραφία της Οδύσσειας
Ομήρου Οδύσσεια - Αναλύσεις ραψωδιών
Ραψωδία δ΄ - Ο Τηλέμαχος στη Λακεδαίμονα. ΠΕΛΛΑΝΑ. Ο Μενέλαος στην ΑΙΓΥΠΤΟ. ΥΞΩΣ και ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ. Το καρτέρι των μνηστήρων στην ΑΣΤΕΡΙΔΑ
Σαράντος Ι. Καργάκος: Η Σπάρτη κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους – Η περίπτωση της Πελλάνας
Μπλουζα
Κάτω μέρος