ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ:
Φίλοι μου Συνταξιδευτάδες θαρρώ τιμή και προνόμιο κάθε γραφολογιά που συντυχαίνει να έχει τέτοιους και τόσους υπέροχους φίλους σαν και του λόγου Σας.
Ένα μεγάλο Φχαριστώ απ' τα ψυχοκάρδια μου για το ζεστό καλωσόρισμα, αν και θαρρώ σαν να μην πέρασε μια μέρα απ το τελευταίο μας συναπάντημα κι ας έχουν περάσει κοντά στους έξι μήνες από τότες…
Ότες αποσύρθηκα απ’ το face ξαφνικά, οι λόγοι πολλοί κι εν ολίγοις γνωστοί τοις πάσι κατά πως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, όπως κι ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Το πρώτο καλό που διαπίστωσα γλήγορα ήταν ότι δεν είναι και τόσο απαραίτητη η εικονική πραγματικότητα του face στη ζωή μας.
Το δεύτερο και κάλλιστο του πρώτου ήταν ο χρόνος που ελευθερώθηκε απ’ την απόσυρση μου, αυτόν που αξιοποίησα δημιουργικά με αποτέλεσμα, έξι μήνες μετά..
Μετά από ατέλειωτα ξενύχτια κι αφετηρία τη ραψωδία ν’ γράφοντας τη μία μετά την άλλη έφτασε μετά κόπων η μούσα μας και στην ω’ της Οδύσσειας.
Το έπος που με περίσσιο σεβασμό και τόλμη γραφολαλεί σε μουσικό 15συλλαβο ρυθμό, στους χιλιάδες στίχους, σε γλώσσα απλή και κατανοητή απ' όλους.
...Στο οδύσσειο ποίημα - βιβλίο με... ‘’Τα όσα αφηγήθηκε μια νύχτα ο Δυσσέας’’
Ετούτο που μόλις τέλειωσε ένοιωσα μια ανείπωτη χαρά και την έντονη επιθυμία να τη μοιραστώ αυτή και το ‘’κατόρθωμα’’ μου, με σας.
...Τους φίλους μου Συνταξιδευτάδες,
Ότι για να πραγματώσω δημιούργησα με νέο gmail καινούργιο προφίλ και σελίδα ‘’Ντον Μεσσιέ ‘’ για ευνόητους λογούς.
Μια ακόμη χαρά που επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας είναι ότι με το που τέλειωσα το οδύσσειο ποίημα, ξεκίνησα τη σειρά βιβλίων…
‘’ Μικρές ιστορίες για μικρούς και μεγάλους ‘’
Φτάνοντας στο δια ταύτα της χαράς που απορρέει απ’ την άδολη φιλία μας, εύχομαι τα καλυτερότερα σε κάθε φίλο συνταξιδευτή κι αντίδωρο για όλα τα καλούδια της καρδιάς σας, η παρακάτω ραψωδία, μια απ' τις σπουδαιότερες νομίζω στο έπος της Οδύσσειας…
Φίλος των φίλων παντού και πάντα, Νικόλας Αλεξανδρινός.-
ΡΑΨΩΔΙΑ ψ’
'' Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
'' Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Χαρά γεμάτη ανέβηκε ψηλά στ' ανώγια η γραία,
Της Πηνελόπης για να πει πως γυρισ’ ο Δυσσέας
Τα γόνατα της λύθηκαν στην κλίνη της σαν πήγε
Στην κεφαλή της στάθηκεν κι ολογλυκά της είπε
Εγείρου Πηνελόπη μου
Κόρη μου ν' απαντήσουν
Ότι τα μάτια σου καιρούς
Ποθούνε κι η ψυχή σου
Ηλθ' ο Δυσσέας αν και αργά
Στο σπίτι του έχει φθάσει
Και τους αυθάδεις φόνευσε
Μνηστήρες στο παλάτι
Αυτούς που ρήμαξαν το βίος κι υβρίζαν το παιδί του
Κι η Πηνελόπ' η φρόνιμή της είπε μες σε ύπνο
Αχ! οι θεοί ω βάγια μου σου σάλεψαν τα φρένα
Αυτοί που να τρελάνουνε δύνανται τον καθένα
Απ' το γεροτερο το νου
Τη γνώση ν' αφαιρέσουν
Όπως και τ’ αρωστο μυαλό
Τ’ ανθρώπου να γιατρέψουν
Μάλλον εσένα σ' έβλαψαν
Αφού τα φρένα σ’ είχες
Τι με αναμπαίζεις στην καρδία
Που μύριες έχω πίκρες
Μ’ αυτά τα' ασύστατα που λες μ’ ασκώνεις απ τον ύπνο
Που ολογλυκά τα βλέφαρά μου έσμιξε εκείνος
Αχ έτσι δεν κοιμήθηκα ποτέ μου αφότου πήγε
Στην κακό-Τροία ο άντρας μου πίσω κάνα δεν ήρθε
Μόν' πίσω γύρνα γλήγορα
Κατέβα στο παλάτι
Κι αν άλλη βάγια ‘ρχόντανε
Στου ύπνου το κρεβάτι
Τέτοια μαντάτα να μου πει
Έτσι να με ξυπνήσει
Θα έφευγε με κλάματα
Ευτύς από την κλίνη
Μα συ τη χάρη να χρωστάς στα γηρατειά σου είπε
Ότες ξανά η γερόντισσα γλύκα απολογείται
Δε σε γελώ παιδάκι μου αλήθεια ο Δυσσέας
Ο ξένος είναι που καιρό γύρισε από τα ξένα
Μοναχά ο Τηλέμαχος
Ποιός ήταν είχε γνώση
Και του γονιού του βασταε
Με φρόνηση τη γνώμη
Ως να πλερώσει τ' άνομα
Των άθλιων Μνηστήρων
Είπε κι Ευτύς η ρηγησα
Πετάχτηκε εκ του ύπνου
Με μιας τη γραία αγκάλιασε στα δάκρυα βουτηγμένη
Κι έτσι με λόγια πεταχτά κράζει αυτής και λέει
Έλα να ζήσεις, βάγια μου την πάσα αλήθεια πες μου
Αν έφθασε αληθινά στο σπίτι του να ξέρω
Πως τους Μνηστήρες μπόρεσε
Μοναχός να χτυπήσει
Ενώ όλοι πάντα μαζωχτοί
Ήταν στ’ αρχονταρίκι
Τότε έτσι η βάγια Ευρύκλεια
Της Πηνελόπης είπε
Δεν είδα μήτε τα 'μαθα
Μόν' άκουσα εκείθεν
Ως φονεύονταν να βογγουν πόνου κραυγές να βγάζουν
Περίφοβες κατάκλειστες στα βάθη των θαλάμων
Ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο γιος σου
Που εσταλει απ' τον πατέρα του να βγω εκεί ομπρός του
Ορθόν στην μέση των νεκρών
Τον Οδυσσέα είδα
Και γύρω του ένα σωρό
Οι σκοτωμένοι ήταν
Θα τον χαιρόσουν να έβλεπες
Ως λέοντας να στέκει
Και ματωμένοι γύρω του
Μνηστήρες ξαπλωμένοι
Τώρα στην θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι
Ενώ αυτός με πυρ λαμπρό τη σάλα θειαφίζει
Να σου μηνύσω μ’ έστειλε και μην αργείς ‘τοιμασου
Να ξαναδείς τον άντρα σου στ’ αρχονταρίκι κάτω
Να νοιώσει καρδούλα σας
Τρανή χαρά μεγάλη
Που υπιατε όλης της γης
Οι δυό σας το φαρμάκι
Ξανάρθε εκείνος ζωντανός
Στο σπίτι του και βρήκε
Αβλαβή εσένα το παιδί
Και κδικηση επήρε
Απ’ τους μνηστήρες ζωντανός δεν έμεινε κανένας
Που τόσο τον αδίκησαν σαν έλειπε ο Δυσσέας
Αυτάρ και αποκρίθηκε Ευτύς η Πηνελόπη
Μάνα μου εσύ μη χαίρεσαι και μην καυχιεσ’ ακόμη
Ξέρεις με πόση μας χαρά
Ποθούμε να ρθει πάλι
Πρώτα εγώ κι ο γιόκας μας
Κι ύστερα όλοι οι άλλοι
Όμως δεν είναι ο λόγος σου
Σωστός όπως τον είπες
Κάποιος θεός θα φόνευσε
Τους θαυμαστούς μνηστήρες
Για τ ἄνομά τα έργα τους και τα φερσίματά τους
Ανθρώπους δε σεβόντανε μικρούς μήτε μεγάλους
Κάποιον θεό εξόργισαν ενώ ο Οδυσσέας
Μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε στα ξένα
Η Ευρύκλεια της απάντησεν
Η αγαπητή βυζάστρα
Ποιός λόγος κόρη σου 'φυγε
Απ των δοντιών το φράγμα
Ενώ ο άνδρας σου είν’ εδώ
Στο πλάι της εστίας
Να λέγεις άπιστη ότι πια
Δε θα 'ρθει στην πατρίδα.
Αλλά σημάδι φανερό άκουσε από μενα,
Το λάβωμα που του 'κάμε ο κάπρος του Δυσσέα
Με λευκό το δόντι του σαν του πλυνα τα ποδιά
Το είδα και τον γνώρισα μα μου φράξε το στόμα
Αμέσως με τα χέρια του
Σαν γύρισα εσένα
Ολόχαρη για να σου πω
Πως γυρισ’ ο Δυσσέας
Μον τώρα ακολούθα με
Και μέσα στο παλάτι
Αν σε γελάω κόρη μου
Εμένα να χαλάσεις
Έπειτα πάλε η φρόνιμή της η Πηνελόπη είπε•
Καλή μου βάγια δύσκολο όσο σοφή κι αν είσαι
Να καταλάβεις τις βουλές εσύ των αθανάτων
Μα ας πάμε στον Τηλέμαχο ποθώ να δω να μάθω
Για των Μνηστήρων το χαμό
Ποιός τη ζωή τους πήρε
Έτσι είπε κι απ' το δώμα της
Εκείνη μόλις βγήκε
Λόγιαζε αν στον άντρα της
Φρόνιμο να μιλήσει
Από αλάργα για κοντά
Να πάει να του φιλήσει
Τα χέρια και την κεφαλή φτάνοντας στο κατώφλι
Σα μπήκε και δρασκέλισε αυτό η Πηνελόπη
Εκεί στον τοίχο κάθισε αντίκρυ του Δυσσέα
Κοντά στη λάμψη της φωτιάς του στύλου παραπέρα
Σ’ ένα θρονί καθίμενος
Με τη ματιά του χάμω
Πότε ένα λόγο θα του πει
Λαχταραγ’ η καρδία του
Μα η Πηνελόπη άλαλη
Για ώρα τον κοιτούσε
Την μια δεν τον γνώριζε
Την άλλη απορούσε…
‘’ Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Εμπρός της σαν τον έβλεπε ντυμένο μες στα ράκη
Πολλά στο νου της λόγιαζε χωρίς μίλια να βγάλει
Μέχρι που ο Τηλέμαχος της κράζει οργισμένα
Μάνα μου κακομάνα μου πόχεις καρδιά από πέτρα,
Πως έτσι απ' τον πατέρα μου
Σαν ξένη αλάργα στέκεις
Σιμά του για δεν κάθησες
Πως δεν του λες μια λέξη
Ποι' άλλη γυνή θα έμενε με τόσην άπονία
Απόμακρα απ' τον άνδρα της που φτάνει στην πατρίδα
Είκοσι χρόνια μακριά κι αφού πολλά 'χει πάθει
Στα ξένα που πλανήθηκε πίσω να ρθει στο Θιάκι
Μα κι απ' την πέτρα πιο σκληρή
Είναι η καρδιά σου πάντα
Αυτάρ σαν είπ’ ο άρχοντογιός
Απ της καρδίας τα βαθιά
Η Πηνελόπη γύρισε
Και του απολογείται
Παιδί μου ο νους μου σάστισε
Κι αδύνατό μου είναι
Να βγάλω λέξη να του πω να τον ρωτήσω κάτι
Μήτε μπορώ στο πρόσωπο να τον κοιτάξω αγνάντι
Αν ο Δυσσέας είναι αυτός εδώ στ’ αρχονταρίκι
Μονάχοι εμείς καλύτερα θα γνωριστούμε σπίτι
Γιατ’ έχουμε κάποια κρυφά
Σημάδια εμείς οι δυό
Που άλλοι έκτος από εμάς
Αυτά δεν τα γνωρίζουν
Είπε και χαμογέλασε
Ο θεϊκός Δυσσέας
Στον ακριβό του άρχοντογιό
Που κάρφωσε το βλέμμα
Άσ' τη λοιπόν Τηλέμαχε τη μάνα σου μονάχη
Να μ' εξετάσει όπως ποθεί μετά θα καταλάβει .
Τώρα με βλέπει έτσι λερό και κακοφορεμένο
Για τούτο με καταφρονεί ποιός είσαι που σε ξέρω…
Έλα ας σκεφτούμε τώρα ‘μεις
Το τι μπορεί να γίνει
Αν ντόπιον άνθρωπο κανείς
Σκοτώσει αφανίσει
Και φίλους να τον ψάξουνε
Άμα δεν έχει πίσω
Τη χώρα αφήσει ο φονιάς
Σ’ αύτη τους συγγενείς του
Εμείς τους νιους τους πιο τρανούς σκοτώνουμε στο Θιάκι
Όλα αυτά θα σου λεγα καλά να τα λογιασεις
Είπε και ο Τηλέμαχος Ευτύς του αποκριθεί
Ο ίδιος τούτα εξέταζε καλύτερα γνωρίζεις
Πατέρα αγαπημένε μου
Λένε πως έχεις γνώση
Όσο κάνεις σ’ όλη τη γη
Θνητός δεν έχει τόση
Ώστε να αναμετρηθεί
Προβάλλοντας μια άλλη
Ότι είπες τώρα εξήγησε
Στο γιο σου για να μάθει
Πες μας κι ολοθερμά εμείς σ’ ακολουθούμε όλοι
Με όση δύναμη έχουμε βοηθοί σου στο κατόπιν
Απάντησ’ ο πολυσοφός Δυσσέας στο παιδί του?
Μετά χαράς τι εννοώ θα πω θα εξηγήσω
Λουστείτε πρώτα κι ύστερα
Φορέστε τους χιτώνες
Μα Ευτύς πριχού να βάλετε
Το σπίτι οι παρακόρες
Τον πύργο να στολίσουνε
Κι ο θεϊκός ο ψάλτης
Με τη γλυκιά κιθάρα του
Τραγούδια να ‘τοιμαζει
Χορευτικά όπως αυτά στου γάμου το τραπέζι
Γάμος να λένε γίνεται ακούγοντας το γλέντι
Όλοι οι διαβάτες που περνούν και οι γειτόνοι γύρω
Πριχού η φήμη απλωθεί του φόνου των Μνηστήρων
Να ‘μαστε στο πολυδέντρο
Να φτάσουμε μετόχι
Που ότι μας πει θα κάνουμε
Ο Δίας πανταγνωστης
Είπε κι αυτοί υπάκουσαν
Αφού πριχού λουσθήκαν
Τα γιορτινά τους φορεσαν
Κι οι κόρες στολίστηκαν
Αφού παντουθε στόλισαν πανώρια το παλάτι
Οπού όλοι μαζωχτήκανε κι ο θεϊκός ο ψάλτης
Τη βαθουλή κιθάρα του αρχίζει να χαιδευει
Κι άσμα το άσμα δεν αργεί τους πάντες συνεπαίρνει
Μαζί του σιγοτραγουδούν
Τα άκρα τους κινούνε
Το διπλοτσάκιστο χορό
Κατόπιν ξεκινούνε
Ενώ το κρούσμα των ποδιών
Αχούσε στο παλάτι
Ότες οι άντρες χόρευαν
Κι οι λυγερές στο πλάι
Μια παρέα περναε απ’ όξω και το γλέντι
Ακούοντας ένας γυρνά ετούτα λόγια λέει
Η έρμη η βασίλισσα κάποιον απ τους μνηστήρες
Παντρεύεται δε βάσταξε μοναχή της να είναι
Να περιμένει κι αν πότε
Ο άντρα της γυρίσει
Είκοσι χρόνια μακριά
Από το Θιάκι λείπει
Τέτοια μιλούσαν κι έλεγαν
Σχόλιαζε η παρέα
Που αγνοούσε προφανώς
Πως γυρισ’ ο Δυσσέας….
‘’ Ο ΘΕΪΚΌΣ ΔΥΣΣΈΑΣ ‘’
Ότε η καλή κελάρισσα η Ευρυνόμη εκείνον
Τον έλουσε τον έτριψε μύρωσε το κορμί του
Λαμπρό χιτώνα του δώσε και χλαίνη να φορέσει
Ενώ Ευτύς η Αθηνά πλιοτερο τον λαμπραινει
Τρανότερο και πιο γερό
Τον έκανε να μοιάζει
Χύνοντας τόση ομορφιά
Στο ώριο του κεφάλι
Ως η σγουρή η κόμην του
Χυνόταν από κείνο
Σαν γιούλια τα πανέμορφα
Από τη μάντρα κήπου
Όπως τεχνίτης ξακουστός λιώνει και περιχύνει
Τα ακριβά τα μεταλα χρυσάφι και άσημη
Που η Αθηνά κι ο Ήφαιστος του δίδαξαν την τέχνη
Με κείνα να φιλοτεχνεί τα έργα να τελεύει
Παρόμοια αυτού την κεφαλή
Και όλο το κορμί του
Η Αθήνηι φιλοτεχνισε
Πανέμορφα εκείνον
Εφερνε ίδιος με θεό
Απ το λουτρό σα βγήκε
Στ αρχονταρίκι έφτασε
Και στο θρονί του πήγε
Οπού καθότανε και πριν στην Πηνελόπη αντίκρυ
Ότες το λόγο κίνησε πικρολαλει σε εκείνη
Καημένη τέτοια αμάλαγη καρδιά σαν τη δίκη σου
Τόσο σκληρή και άπονη από το στέρνο πίσω
Δεν αποθέσαν οι θεοί
Σ’ άλλη καμία γυναίκα
Απ όσες βρίσκονται στη γη
Παρά μοναχά εσένα
Απόμακρα απ' τον άντρα της
Δε θα στεκόνταν άλλη
Άμα τον έβλεπε μετά
Είκοσι χρόνια πάλι
Τον άντρα της το ταίρι της μες στο δικό τους σπίτι
Που πάθια πέρασε μέχρι που να γυρίσει
Μα άστα στρώσε βάγια μου κρεβάτι να πλαγιάσω
Τη σιδερένια της καρδιά να γύρω να ξεχάσω
‘’ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ …ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Αυτάρ σαν είπε σίγησε ο θεϊκός Δυσσέας
Ευτύς του αποκρίθηκε η φοβερή Γυναίκα
Καημένε δεν ξιπάζομαι ούτε καταφρονώ σε
Μήτε ξενίζομαι πολύ εσε θυμάμαι τότε
Το Θιάκι με μακροκουπο
Σαν άφησες καράβι
Μόν' έλα τώρα βάγια μου
Απ' το ψηλό παλάτι
Στρώσ’ όξω το κρεβάτι του
Που το 'κάμε μονάχος
Στρώμα φλοκάτες και προβιές
Κι ένα σεντόνι πάνω
Αυτά είπε δοκιμάζοντας τον άντρα της εκείνη
Ταράζοντας τα σπλάχνα του με θλίψην αποκρίθη
Μου σχίζει ω γυνή την καρδιά αυτό που τώρα είπες
Ποιός σάλεψε την κλίνη μου ποιός από κει την πήρε
Θέση να αλλάξει δε μπορεί
Κι ο πιο καλός τεχνίτης
Εκτός αν ήθελε ο θεός
Να τη μετακινήσει
Άμα ο ίδιος κατέβει
Ακοπως σ’ άλλο μέρος
Όμως θνητός δεν κινεί
Κι ας είναι άντρας νέος
Το ξέρω το κρεββατί μου εγώ το έχω φτιάξει
Ο ίδιος με τα χέρια μου κι ένα τρανό σημάδι
Μες την αυλήν ήταν φυτό μακροφυλλης ελαίας
Ολοχλωρό και φουντωτό Ότες μια ιδέα
Ολόγυρά της έχτισα
Μια κάμαρι φτιασμένη
Με μάρμαρα πελεκητά
Και με πανώρια σκέπη
Πρόσθεσα και θυρόφυλλα
Καλά συναρμοσμένα
Κι αφού την κόμην έκοψα
Της φουντωτής ελαίας
Τότες κλαδεύω τον κορμό τον πελεκώ απ' τη ρίζα
Μ’ ένα σκεπάρνι τεχνικά στη στάφνη να είναι ίσια
Κι έφτιασα τα κλινόποδα τρυπώντας με τρυπάνι
Κι εκείθε τότες άρχισα να φτιάνω το κλινάρι
Πλουμίζοντάς το μάλαμα
Με φίλντισι κι ασήμι
Και γύρω κόκκινο λουρί
Βοδιού είχα τανύσει
Ιδού που σου φανέρωσα
Σημάδια και αν μένει
Δεν ξευρω η κλίνη μ' άσειστη
Γυναίκα εσύ το ξέρεις…
‘’ Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Είπε κι αυτής τα γόνατα κοπήκαν κι η καρδία
Σαν άκουσε τ’ ασάλευτα σημάδια της αλήθειας
Έδραμε ευτύς απάνω του στα δάκρυα βουτημένη
Στον τράχηλόν του φίλησε την κεφαλή και λέει
Μη μου θυμώνεις άντρα μου
Εσύ που ‘σαι ο πρώτος
Μες στους θνητούς στο λογισμό
Αχ οι θεών ο φθόνος
Δεν θέλησαν την νιότη μας
Εμείς να τη χαρούμε
Να φθάσουμε αχώριστοι
Τα γηρατειά να ζούμε
Μη μου κακιώσεις που απ' αρχής δε χάρηκα σ' είδα.
Γιατί έτρεμε η καρδούλα μου στα τρυφερά μου στήθια
Μην έρθει εδώ με ψέματα κανείς και με γελάσει
Γιατί πολλοί σοφίζονται κακά στο νου τους πλάνη
Μήτε η Ελένη η Αργίτισσα
Του Δία η θυγατέρα
Με ξένον άντρα θα ‘σμίγε
Αν ήξερε μια μέρα
Οι πολεμόχαροι Αχαιοί
Για αυτή θα πολεμήσουν
Και στη γλυκιά πατρίδα της
Θα τη γυρίσουν πίσω
Μα στ' άπρεπό της φέρσιμο την έσπρωξε η μοίρα
Κι αύτη στο νου δεν πρόβλεψε το φοβερό το κρίμα
Που εμάς και άλλους πότισε τα πιο πικρά φαρμάκια
Μα τώρα αφού τ' αλάθευτά του κρεβατιού σημάδια
Εσύ μου τα 'πες που κάνεις
Δεν τα γνωρίζει αλήθεια
Παρά μονάχα εγώ και συ
Κι η σκλάβα μου Ακτορίδα
Που μου 'δωσε ο πατέρας μου
Μαζί μου στην Ιθακι
Και μας φυλούσε την κλειστή
Τη θύρα στο παλάτι
Τώρα μου πείθεις την καρδιά σκληρή κι ας είναι εντός μου
Είπε και τότες πιο πολύ του θρήνου και του πόθου
Του ξύπνησε μες στην καρδία τη φρόνιμη γυναίκα
Αυτός κρατώντας έκλαιε θωρούσε ο Δυσσέας
Όπως κοιτάζουν τη στεριά
Με πόθο και λαχτάρα
Όσοι στο πέλαος κολυμπούν
Που τα γερά καράβια
Ο Ποσειδώνας έσπασε
Με τρίαινα χτύπωντας
Οι λίγοι που γλιτώνουνε
Κατόπιν κολυμπώντας
Ότες πατούν ολόχαροι στης θάλασσας την άκρη
Κι απ' το κορμί τους χύνεται η άρμη στ’ ακρογιάλι
Έτσι εκείνη χαίρονταν τον άντρα της να βλέπει
Σαν την κρατούσε αγκαλιά κι ο πόθος δεν τελεύει
Η ροδοδάχτυλη Αυγή
Να κλαίνε εκεί ακόμη
Θα 'βρισκε αν η Αθηνά
Γοργά μην ξημερώσει
Τη Νύχτα αλάργα κράτησε
Στου ‘κεανού την άκρη
Δεν άφηνε τα γλήγορα
Να ζέψει τ' άλογά της
Το Λάμπο και Φαέθοντα τα φτερωτά πουλάρια
Που της τραβούν την αμάξα το φως μες στα σκοτάδια
Τότε είπε στη γυναίκα του γυρνώντας ο Δυσσέας
Γυναίκα δεν ετέλεψαν τα βάσανα για μενα
Ακόμα κι αλλά αλόγιστα
Με καρτερούν ξοπίσω
Τρανά κι ασήκωτα πολλά
Για να αντιμετωπίσω
Έτσι προφήτεψε η ψυχή
Του μάντη Τειρεσία
Ότες στον Άδη βρέθηκα
Το πότε στην πατρίδα
Να τον ρωτηξω να μου πει εγώ κι οι ναύτες πίσω
Πότε και πως φτάσουμε να μάθω να γνωρίζω
Μόν' έλα τώρα αγάπη μου να πάμε στο κρεβάτι
Να τυλιχτούμε αγκαλιά ο ύπνος να μας πάρει
Η Πηνελόπη η φρόνιμη
Τ' απάντησε έτσι πάλε
Έτοιμη θα 'ναι η κλίνη σου
Σαν θες εσύ να πάμε
Αφού οι θεοί σ' αξίωσαν
Με το καλό να φτάσεις
Στην ποθητή πατρίδα σου
Στο ωριό σου παλάτι
Μόν' έλα αφού θυμήθηκες τα βάσανά σου τώρα
Πες τα κι εμένα που θαρρώ στερνά θα μάθω όλα
Όμως κι αμέσως αν μου πεις άσκημο αυτό δεν είναι
Είπε κι ο άντρας της Ευτύς σε ετούτα απολογείται
Ω τρομερή πόσο σφοδρά
Με βιάζεις να στα είπω
Άκου λοιπόν αφού ποθείς
Κι ουδέν δε θα σου κρύψω
Αλλά ποσώς δε θα χαρείς
Καθώς κι εγώ δε χαίρω
Με όσα μου παράγγειλε
Ο μάντης για το τέλος
Να πάρω δρόμο φέροντας ίσιο κουπί στον ωμό
Όσο να φθάσω σε θνητών το στερεό τον τόπο
Που θάλασσα δεν ξεύρουνε μήτε φαγι μ’ αλάτι
Μηδέ τα καλοτράβηχτα κουπιά από καράβι
Κι άκου σημάδι αλάθευτο
Ο μάντης που μου είπε
Όταν στο δρόμο που τραβώ
Με δει κάποιος εκείθεν
Αν λιχνιστήρι αυτό μου πει
Στον ώμο που σηκώνω
Να σταματήσω Ευτύς εκεί
Και το κουπί απ τον ωμό
Να κατεβάσω πρόσταξε να μπήξω αυτό στο χώμα
Θυσία να προσφέρω εκεί σφαχτά στον Ποσειδώνα
Αρνί δαμάλι και καπρί των χοίρων αναβάτη
Κι Ότες στο Θιάκι πίσω εγώ θα επιστρέψω πάλι
Να θυσιάσω στους θεούς
Που κατοικούν στα ουράνια
Με τη σειρά του καθενός
Και τότες απ τα πάθια
Θα απαλλαγώ κι ο θάνατος
Αργά θα μ' ανταμώσει
Γλύκα μακρά απ' τα πέλαγα
Μου είπε ο μαντογνωστης
Στ' αρχοντικά μου γηρατειά και ο λαός μου γύρω
Θα ζει πάντα καλότυχος προέβλεψε εκείνος
Μα αφού καλύτερα οι θεοί τα γηρατειά προγράφουν
Έχεις ελπίδα στα στερνά να πάψουν τα δεινά σου
Η Πηνελόπη απάντησε
Μιλώντας μεταξύ τους
Ενώ στ ανώγι ‘τοιμαζαν
Την κλίνη τη δίκη τους
Η γραία η Ευρεικλια
Κι η βάγια Ευρυνόμη
Κάτω απ τό φως που έχυναν
Οι δάδες στο ανώι
Αφού τη κλίνη τη στεριά με προθυμιά μεγάλη
Οι βάγιες καλοστρώσανε κι η μια για ύπνο πάει
Η Ευρυνόμη η βάγια της με δάδα αναμένη
Ότε οι δυό τους κίνησαν αύτη ομπρός τους φέγγει
Ώσπου στην καμάρι έφτασαν
Και γύρισε εκείνη
Τότες οι δυό έσπευσαν
Στην θρυλική τους κλίνη
‘’ Ο ΔΥΣΣΈΑΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΑ ΠΆΘΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ‘’
Ο ρήγας και η ρηγισα τη ζαχαρένια αγάπη
Αφού τα μαλα χάρηκαν απάνω στο κρεβάτι
Γλυκιά κουβέντα αρχίσαν κι η Πηνελόπη πρώτη
Του είπ’ όσα γινοντουσαν αυτά που χε βιώσει
Τη σιχαμένη συντροφιά
Να βλέπει των Μνηστήρων
Να σφάζουν εξ' αιτίας της
Βόδια κι αρνιά να ψήνουν
Κι απ' τα πιθάρια αμέτρητο
Γλυκό κρασί να βγάζουν
Να απλώνουν στα τραπέζια τους
Να φραινουν την καρδία τους
Ότε ο Δυσσέας κίνησε κατόπιν να της λέει
Όσα στους άλλους έκαμε κι όσα δεινά υπέστη
Η Πηνελόπη άκουγε με προσοχή μεγάλη
Ο ύπνος δεν την επίανε πριν όλα να τα μάθει
Της είπε για τους Κίκονες
Τα όσα είχαν γίνει
Στων Λωτοφάγων το νησί
Στου Κύκλωπα το σπηλι
Πως του 'φαγε δίχως σπλαχνιά
Τους ποθητούς συντρόφους
Τι του 'κάμε να κδικηθει
Μετά το θάνατό τους
Πως έφτασε στον Αίολο που ολόψυχα τον δέχθη
Πως τον καλοπροβόδισε στο Θιάκι να ‘πιστρεψει
Όμως δεν ήτανε γραφτό αφού τους πήρε πάλι
Σφοδανεμος το στόλο τους στου κόσμου τα πελαη
Πως βγήκαν στην Τηλεπυλο
Στη γη των Λαιστρυγόνων
Που τσάκισαν τα πλοία του
Και τους λαμπρούς συντρόφους
Με λιγοστούς πως σώθηκε
Με ένα πλοίο όλοι
Στην θάλασσα αρμενίσανε
Πως βρέθηκαν κατόπι
Σ’ ένα νησί κατάκοποι κι αυτό ήταν της Κίρκης
Τους δόλους τα καμώματα ξιστορισε εκεινής
Στον Άδη πως κατέβηκε του Τειρεσία μάντη
Για να ρωτήσει την ψυχή αν θα γυρίσει πάλι
Με άρμενο πολυσκαρμό
Είδε νεκρούς συντρόφους
Κι εκείνη που τον γέννησε
Τον έφερε στον κόσμο
Μετά και για το λυγερό
Τραγούδι των Σειρήνων
Και για τις πέτρες τις Κρουστές
Πως πέρασε το πλοίο
Τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη πως διάβηκε μπροστά τους
Ότι πότε κανείς θνητός δεν πέρασε κοντά τους
Πως φάγαν οι συντρόφοι του τα βόδια του Ηλίου
Και πως ο Δίας το στέρνο τους σύντριψε το πλοίο
Μ’ αστροπελέκι φοβερό
Δε γλυτωσε κανένας
Όλοι οι συντρόφοι χάθηκαν
Της είπε ο Δυσσέας
Το πως ο ίδιος σώθηκε
Απάνω στην καρυνα
Που ύστερα ναυάγησε
Στη νήσο Ωγυγία
Οπού η νύφη Καλυψώ στην κοίλα τη σπηλιά της
Αυτόν κρατούσε κι άντρα της ποθούσε να τον κάμει
Αθάνατον κι αγέραστον πως θα τον καταστήσει
Του ‘λέγε μα’ αρνήθηκε να μείνει στο νησί της
Της είπε το πως έφθασε
Στη χώρα των Φαιάκων
Πως σα θεό τον τίμησαν
Ενώ προβοδοντας τον
Χρυσάφι του δωσαν χαλκό
Κι ενδύματα πανώρια
Πως με καράβι έστειλαν
Αυτόν στην πατροχωρα
Ετούτα ιστορισε στέρνα κι ύπνος γλυκός τον πήρε
Τα μέλη του παρέλυσαν η κούραση του βγήκε
Στον ύπνο και στην αγκαλιά της γλυκοποθητής του
Μόλις κατάλαβε η θέα πως χόρτασε εκείνος
Σήκωσε τη χρυσοθρονη
Τη νυχτογεννημέννη
Αυγουλά κι απ το πελαος
Ο γήλιος ανατέλει
Τότε ο Δυσσέας ξύπνησε
Από την κλίνη εγερθεί
Ετούτα λόγια μίλησε
Στο λατρευτό του ταίρι
Καλή μου πια τα βάσανα χορτάσαμε κι οι δυό
Εσ’ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου
Κι εμέ στα πάθια με έριξαν όλ' οι θεοί κι ο Δίας
Σα λαχταρούσα γύρισα στην ποθητήν πατρίδα
Τώρα το πολυπόθητο
Σα βρήκαμε κρεβάτι
Το βίος μας θα κοιτάξουμε
Στο ώριο μας παλάτι
Όσα οι μνηστήρες σκόρπισαν
Θα ξαναπάρω πίσω
Κι άλλα οι Θιακοί θα δώσουνε
Οι αυλές μας θα γιομίσουν
Μα τώρα στο πολυδέντρο το ξοχικό θα πάω
Να δω το γέρο μου γονιό να τον σφιχταγκαλιάσω
Για μενα άλλο μη θρηνεί κι εσύ εδώ που είσαι
Μείνε και κάνε ότι σου πω ο Οδυσσέας είπε
Ο ήλιος άμα καλοβγεί
Ψηλά στ' ανώι ανέβα
Παρέα με τις δούλες σου
Κάθου μη δεις κανέναν
Πως τους μνηστήρες φόνευσα
Πριν μάθουν οι Θακαιοι
Σαν είπε κι αρματώνεται
Απ το δώμα βγαίνει
Έπειτα τον Τηλέμαχο τον Εύμαιο ξυπνάει
Εκείνος το Φιλοίτιο κι όλους αυτός προστάζει
Αμέσως να αρματωθούν να τον ακολουθήσουν
Όπως και όντος έκαμαν κινήσανε μαζί του
Από τη θύρα βγήκανε
Κατόπιν του Δυσσέα
Ότες ο γήλιος άναψε
Το φως της νέας μέρας
Όξω απ' την πόλη γλήγορα
Κινούνε για να βγούνε
Με αχλυ η Αθήνη σκέπασε
Εκείνους να μη δούνε…
Της Πηνελόπης για να πει πως γυρισ’ ο Δυσσέας
Τα γόνατα της λύθηκαν στην κλίνη της σαν πήγε
Στην κεφαλή της στάθηκεν κι ολογλυκά της είπε
Εγείρου Πηνελόπη μου
Κόρη μου ν' απαντήσουν
Ότι τα μάτια σου καιρούς
Ποθούνε κι η ψυχή σου
Ηλθ' ο Δυσσέας αν και αργά
Στο σπίτι του έχει φθάσει
Και τους αυθάδεις φόνευσε
Μνηστήρες στο παλάτι
Αυτούς που ρήμαξαν το βίος κι υβρίζαν το παιδί του
Κι η Πηνελόπ' η φρόνιμή της είπε μες σε ύπνο
Αχ! οι θεοί ω βάγια μου σου σάλεψαν τα φρένα
Αυτοί που να τρελάνουνε δύνανται τον καθένα
Απ' το γεροτερο το νου
Τη γνώση ν' αφαιρέσουν
Όπως και τ’ αρωστο μυαλό
Τ’ ανθρώπου να γιατρέψουν
Μάλλον εσένα σ' έβλαψαν
Αφού τα φρένα σ’ είχες
Τι με αναμπαίζεις στην καρδία
Που μύριες έχω πίκρες
Μ’ αυτά τα' ασύστατα που λες μ’ ασκώνεις απ τον ύπνο
Που ολογλυκά τα βλέφαρά μου έσμιξε εκείνος
Αχ έτσι δεν κοιμήθηκα ποτέ μου αφότου πήγε
Στην κακό-Τροία ο άντρας μου πίσω κάνα δεν ήρθε
Μόν' πίσω γύρνα γλήγορα
Κατέβα στο παλάτι
Κι αν άλλη βάγια ‘ρχόντανε
Στου ύπνου το κρεβάτι
Τέτοια μαντάτα να μου πει
Έτσι να με ξυπνήσει
Θα έφευγε με κλάματα
Ευτύς από την κλίνη
Μα συ τη χάρη να χρωστάς στα γηρατειά σου είπε
Ότες ξανά η γερόντισσα γλύκα απολογείται
Δε σε γελώ παιδάκι μου αλήθεια ο Δυσσέας
Ο ξένος είναι που καιρό γύρισε από τα ξένα
Μοναχά ο Τηλέμαχος
Ποιός ήταν είχε γνώση
Και του γονιού του βασταε
Με φρόνηση τη γνώμη
Ως να πλερώσει τ' άνομα
Των άθλιων Μνηστήρων
Είπε κι Ευτύς η ρηγησα
Πετάχτηκε εκ του ύπνου
Με μιας τη γραία αγκάλιασε στα δάκρυα βουτηγμένη
Κι έτσι με λόγια πεταχτά κράζει αυτής και λέει
Έλα να ζήσεις, βάγια μου την πάσα αλήθεια πες μου
Αν έφθασε αληθινά στο σπίτι του να ξέρω
Πως τους Μνηστήρες μπόρεσε
Μοναχός να χτυπήσει
Ενώ όλοι πάντα μαζωχτοί
Ήταν στ’ αρχονταρίκι
Τότε έτσι η βάγια Ευρύκλεια
Της Πηνελόπης είπε
Δεν είδα μήτε τα 'μαθα
Μόν' άκουσα εκείθεν
Ως φονεύονταν να βογγουν πόνου κραυγές να βγάζουν
Περίφοβες κατάκλειστες στα βάθη των θαλάμων
Ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο γιος σου
Που εσταλει απ' τον πατέρα του να βγω εκεί ομπρός του
Ορθόν στην μέση των νεκρών
Τον Οδυσσέα είδα
Και γύρω του ένα σωρό
Οι σκοτωμένοι ήταν
Θα τον χαιρόσουν να έβλεπες
Ως λέοντας να στέκει
Και ματωμένοι γύρω του
Μνηστήρες ξαπλωμένοι
Τώρα στην θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι
Ενώ αυτός με πυρ λαμπρό τη σάλα θειαφίζει
Να σου μηνύσω μ’ έστειλε και μην αργείς ‘τοιμασου
Να ξαναδείς τον άντρα σου στ’ αρχονταρίκι κάτω
Να νοιώσει καρδούλα σας
Τρανή χαρά μεγάλη
Που υπιατε όλης της γης
Οι δυό σας το φαρμάκι
Ξανάρθε εκείνος ζωντανός
Στο σπίτι του και βρήκε
Αβλαβή εσένα το παιδί
Και κδικηση επήρε
Απ’ τους μνηστήρες ζωντανός δεν έμεινε κανένας
Που τόσο τον αδίκησαν σαν έλειπε ο Δυσσέας
Αυτάρ και αποκρίθηκε Ευτύς η Πηνελόπη
Μάνα μου εσύ μη χαίρεσαι και μην καυχιεσ’ ακόμη
Ξέρεις με πόση μας χαρά
Ποθούμε να ρθει πάλι
Πρώτα εγώ κι ο γιόκας μας
Κι ύστερα όλοι οι άλλοι
Όμως δεν είναι ο λόγος σου
Σωστός όπως τον είπες
Κάποιος θεός θα φόνευσε
Τους θαυμαστούς μνηστήρες
Για τ ἄνομά τα έργα τους και τα φερσίματά τους
Ανθρώπους δε σεβόντανε μικρούς μήτε μεγάλους
Κάποιον θεό εξόργισαν ενώ ο Οδυσσέας
Μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε στα ξένα
Η Ευρύκλεια της απάντησεν
Η αγαπητή βυζάστρα
Ποιός λόγος κόρη σου 'φυγε
Απ των δοντιών το φράγμα
Ενώ ο άνδρας σου είν’ εδώ
Στο πλάι της εστίας
Να λέγεις άπιστη ότι πια
Δε θα 'ρθει στην πατρίδα.
Αλλά σημάδι φανερό άκουσε από μενα,
Το λάβωμα που του 'κάμε ο κάπρος του Δυσσέα
Με λευκό το δόντι του σαν του πλυνα τα ποδιά
Το είδα και τον γνώρισα μα μου φράξε το στόμα
Αμέσως με τα χέρια του
Σαν γύρισα εσένα
Ολόχαρη για να σου πω
Πως γυρισ’ ο Δυσσέας
Μον τώρα ακολούθα με
Και μέσα στο παλάτι
Αν σε γελάω κόρη μου
Εμένα να χαλάσεις
Έπειτα πάλε η φρόνιμή της η Πηνελόπη είπε•
Καλή μου βάγια δύσκολο όσο σοφή κι αν είσαι
Να καταλάβεις τις βουλές εσύ των αθανάτων
Μα ας πάμε στον Τηλέμαχο ποθώ να δω να μάθω
Για των Μνηστήρων το χαμό
Ποιός τη ζωή τους πήρε
Έτσι είπε κι απ' το δώμα της
Εκείνη μόλις βγήκε
Λόγιαζε αν στον άντρα της
Φρόνιμο να μιλήσει
Από αλάργα για κοντά
Να πάει να του φιλήσει
Τα χέρια και την κεφαλή φτάνοντας στο κατώφλι
Σα μπήκε και δρασκέλισε αυτό η Πηνελόπη
Εκεί στον τοίχο κάθισε αντίκρυ του Δυσσέα
Κοντά στη λάμψη της φωτιάς του στύλου παραπέρα
Σ’ ένα θρονί καθίμενος
Με τη ματιά του χάμω
Πότε ένα λόγο θα του πει
Λαχταραγ’ η καρδία του
Μα η Πηνελόπη άλαλη
Για ώρα τον κοιτούσε
Την μια δεν τον γνώριζε
Την άλλη απορούσε…
‘’ Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Εμπρός της σαν τον έβλεπε ντυμένο μες στα ράκη
Πολλά στο νου της λόγιαζε χωρίς μίλια να βγάλει
Μέχρι που ο Τηλέμαχος της κράζει οργισμένα
Μάνα μου κακομάνα μου πόχεις καρδιά από πέτρα,
Πως έτσι απ' τον πατέρα μου
Σαν ξένη αλάργα στέκεις
Σιμά του για δεν κάθησες
Πως δεν του λες μια λέξη
Ποι' άλλη γυνή θα έμενε με τόσην άπονία
Απόμακρα απ' τον άνδρα της που φτάνει στην πατρίδα
Είκοσι χρόνια μακριά κι αφού πολλά 'χει πάθει
Στα ξένα που πλανήθηκε πίσω να ρθει στο Θιάκι
Μα κι απ' την πέτρα πιο σκληρή
Είναι η καρδιά σου πάντα
Αυτάρ σαν είπ’ ο άρχοντογιός
Απ της καρδίας τα βαθιά
Η Πηνελόπη γύρισε
Και του απολογείται
Παιδί μου ο νους μου σάστισε
Κι αδύνατό μου είναι
Να βγάλω λέξη να του πω να τον ρωτήσω κάτι
Μήτε μπορώ στο πρόσωπο να τον κοιτάξω αγνάντι
Αν ο Δυσσέας είναι αυτός εδώ στ’ αρχονταρίκι
Μονάχοι εμείς καλύτερα θα γνωριστούμε σπίτι
Γιατ’ έχουμε κάποια κρυφά
Σημάδια εμείς οι δυό
Που άλλοι έκτος από εμάς
Αυτά δεν τα γνωρίζουν
Είπε και χαμογέλασε
Ο θεϊκός Δυσσέας
Στον ακριβό του άρχοντογιό
Που κάρφωσε το βλέμμα
Άσ' τη λοιπόν Τηλέμαχε τη μάνα σου μονάχη
Να μ' εξετάσει όπως ποθεί μετά θα καταλάβει .
Τώρα με βλέπει έτσι λερό και κακοφορεμένο
Για τούτο με καταφρονεί ποιός είσαι που σε ξέρω…
Έλα ας σκεφτούμε τώρα ‘μεις
Το τι μπορεί να γίνει
Αν ντόπιον άνθρωπο κανείς
Σκοτώσει αφανίσει
Και φίλους να τον ψάξουνε
Άμα δεν έχει πίσω
Τη χώρα αφήσει ο φονιάς
Σ’ αύτη τους συγγενείς του
Εμείς τους νιους τους πιο τρανούς σκοτώνουμε στο Θιάκι
Όλα αυτά θα σου λεγα καλά να τα λογιασεις
Είπε και ο Τηλέμαχος Ευτύς του αποκριθεί
Ο ίδιος τούτα εξέταζε καλύτερα γνωρίζεις
Πατέρα αγαπημένε μου
Λένε πως έχεις γνώση
Όσο κάνεις σ’ όλη τη γη
Θνητός δεν έχει τόση
Ώστε να αναμετρηθεί
Προβάλλοντας μια άλλη
Ότι είπες τώρα εξήγησε
Στο γιο σου για να μάθει
Πες μας κι ολοθερμά εμείς σ’ ακολουθούμε όλοι
Με όση δύναμη έχουμε βοηθοί σου στο κατόπιν
Απάντησ’ ο πολυσοφός Δυσσέας στο παιδί του?
Μετά χαράς τι εννοώ θα πω θα εξηγήσω
Λουστείτε πρώτα κι ύστερα
Φορέστε τους χιτώνες
Μα Ευτύς πριχού να βάλετε
Το σπίτι οι παρακόρες
Τον πύργο να στολίσουνε
Κι ο θεϊκός ο ψάλτης
Με τη γλυκιά κιθάρα του
Τραγούδια να ‘τοιμαζει
Χορευτικά όπως αυτά στου γάμου το τραπέζι
Γάμος να λένε γίνεται ακούγοντας το γλέντι
Όλοι οι διαβάτες που περνούν και οι γειτόνοι γύρω
Πριχού η φήμη απλωθεί του φόνου των Μνηστήρων
Να ‘μαστε στο πολυδέντρο
Να φτάσουμε μετόχι
Που ότι μας πει θα κάνουμε
Ο Δίας πανταγνωστης
Είπε κι αυτοί υπάκουσαν
Αφού πριχού λουσθήκαν
Τα γιορτινά τους φορεσαν
Κι οι κόρες στολίστηκαν
Αφού παντουθε στόλισαν πανώρια το παλάτι
Οπού όλοι μαζωχτήκανε κι ο θεϊκός ο ψάλτης
Τη βαθουλή κιθάρα του αρχίζει να χαιδευει
Κι άσμα το άσμα δεν αργεί τους πάντες συνεπαίρνει
Μαζί του σιγοτραγουδούν
Τα άκρα τους κινούνε
Το διπλοτσάκιστο χορό
Κατόπιν ξεκινούνε
Ενώ το κρούσμα των ποδιών
Αχούσε στο παλάτι
Ότες οι άντρες χόρευαν
Κι οι λυγερές στο πλάι
Μια παρέα περναε απ’ όξω και το γλέντι
Ακούοντας ένας γυρνά ετούτα λόγια λέει
Η έρμη η βασίλισσα κάποιον απ τους μνηστήρες
Παντρεύεται δε βάσταξε μοναχή της να είναι
Να περιμένει κι αν πότε
Ο άντρα της γυρίσει
Είκοσι χρόνια μακριά
Από το Θιάκι λείπει
Τέτοια μιλούσαν κι έλεγαν
Σχόλιαζε η παρέα
Που αγνοούσε προφανώς
Πως γυρισ’ ο Δυσσέας….
‘’ Ο ΘΕΪΚΌΣ ΔΥΣΣΈΑΣ ‘’
Ότε η καλή κελάρισσα η Ευρυνόμη εκείνον
Τον έλουσε τον έτριψε μύρωσε το κορμί του
Λαμπρό χιτώνα του δώσε και χλαίνη να φορέσει
Ενώ Ευτύς η Αθηνά πλιοτερο τον λαμπραινει
Τρανότερο και πιο γερό
Τον έκανε να μοιάζει
Χύνοντας τόση ομορφιά
Στο ώριο του κεφάλι
Ως η σγουρή η κόμην του
Χυνόταν από κείνο
Σαν γιούλια τα πανέμορφα
Από τη μάντρα κήπου
Όπως τεχνίτης ξακουστός λιώνει και περιχύνει
Τα ακριβά τα μεταλα χρυσάφι και άσημη
Που η Αθηνά κι ο Ήφαιστος του δίδαξαν την τέχνη
Με κείνα να φιλοτεχνεί τα έργα να τελεύει
Παρόμοια αυτού την κεφαλή
Και όλο το κορμί του
Η Αθήνηι φιλοτεχνισε
Πανέμορφα εκείνον
Εφερνε ίδιος με θεό
Απ το λουτρό σα βγήκε
Στ αρχονταρίκι έφτασε
Και στο θρονί του πήγε
Οπού καθότανε και πριν στην Πηνελόπη αντίκρυ
Ότες το λόγο κίνησε πικρολαλει σε εκείνη
Καημένη τέτοια αμάλαγη καρδιά σαν τη δίκη σου
Τόσο σκληρή και άπονη από το στέρνο πίσω
Δεν αποθέσαν οι θεοί
Σ’ άλλη καμία γυναίκα
Απ όσες βρίσκονται στη γη
Παρά μοναχά εσένα
Απόμακρα απ' τον άντρα της
Δε θα στεκόνταν άλλη
Άμα τον έβλεπε μετά
Είκοσι χρόνια πάλι
Τον άντρα της το ταίρι της μες στο δικό τους σπίτι
Που πάθια πέρασε μέχρι που να γυρίσει
Μα άστα στρώσε βάγια μου κρεβάτι να πλαγιάσω
Τη σιδερένια της καρδιά να γύρω να ξεχάσω
‘’ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ …ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Αυτάρ σαν είπε σίγησε ο θεϊκός Δυσσέας
Ευτύς του αποκρίθηκε η φοβερή Γυναίκα
Καημένε δεν ξιπάζομαι ούτε καταφρονώ σε
Μήτε ξενίζομαι πολύ εσε θυμάμαι τότε
Το Θιάκι με μακροκουπο
Σαν άφησες καράβι
Μόν' έλα τώρα βάγια μου
Απ' το ψηλό παλάτι
Στρώσ’ όξω το κρεβάτι του
Που το 'κάμε μονάχος
Στρώμα φλοκάτες και προβιές
Κι ένα σεντόνι πάνω
Αυτά είπε δοκιμάζοντας τον άντρα της εκείνη
Ταράζοντας τα σπλάχνα του με θλίψην αποκρίθη
Μου σχίζει ω γυνή την καρδιά αυτό που τώρα είπες
Ποιός σάλεψε την κλίνη μου ποιός από κει την πήρε
Θέση να αλλάξει δε μπορεί
Κι ο πιο καλός τεχνίτης
Εκτός αν ήθελε ο θεός
Να τη μετακινήσει
Άμα ο ίδιος κατέβει
Ακοπως σ’ άλλο μέρος
Όμως θνητός δεν κινεί
Κι ας είναι άντρας νέος
Το ξέρω το κρεββατί μου εγώ το έχω φτιάξει
Ο ίδιος με τα χέρια μου κι ένα τρανό σημάδι
Μες την αυλήν ήταν φυτό μακροφυλλης ελαίας
Ολοχλωρό και φουντωτό Ότες μια ιδέα
Ολόγυρά της έχτισα
Μια κάμαρι φτιασμένη
Με μάρμαρα πελεκητά
Και με πανώρια σκέπη
Πρόσθεσα και θυρόφυλλα
Καλά συναρμοσμένα
Κι αφού την κόμην έκοψα
Της φουντωτής ελαίας
Τότες κλαδεύω τον κορμό τον πελεκώ απ' τη ρίζα
Μ’ ένα σκεπάρνι τεχνικά στη στάφνη να είναι ίσια
Κι έφτιασα τα κλινόποδα τρυπώντας με τρυπάνι
Κι εκείθε τότες άρχισα να φτιάνω το κλινάρι
Πλουμίζοντάς το μάλαμα
Με φίλντισι κι ασήμι
Και γύρω κόκκινο λουρί
Βοδιού είχα τανύσει
Ιδού που σου φανέρωσα
Σημάδια και αν μένει
Δεν ξευρω η κλίνη μ' άσειστη
Γυναίκα εσύ το ξέρεις…
‘’ Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ‘’
Είπε κι αυτής τα γόνατα κοπήκαν κι η καρδία
Σαν άκουσε τ’ ασάλευτα σημάδια της αλήθειας
Έδραμε ευτύς απάνω του στα δάκρυα βουτημένη
Στον τράχηλόν του φίλησε την κεφαλή και λέει
Μη μου θυμώνεις άντρα μου
Εσύ που ‘σαι ο πρώτος
Μες στους θνητούς στο λογισμό
Αχ οι θεών ο φθόνος
Δεν θέλησαν την νιότη μας
Εμείς να τη χαρούμε
Να φθάσουμε αχώριστοι
Τα γηρατειά να ζούμε
Μη μου κακιώσεις που απ' αρχής δε χάρηκα σ' είδα.
Γιατί έτρεμε η καρδούλα μου στα τρυφερά μου στήθια
Μην έρθει εδώ με ψέματα κανείς και με γελάσει
Γιατί πολλοί σοφίζονται κακά στο νου τους πλάνη
Μήτε η Ελένη η Αργίτισσα
Του Δία η θυγατέρα
Με ξένον άντρα θα ‘σμίγε
Αν ήξερε μια μέρα
Οι πολεμόχαροι Αχαιοί
Για αυτή θα πολεμήσουν
Και στη γλυκιά πατρίδα της
Θα τη γυρίσουν πίσω
Μα στ' άπρεπό της φέρσιμο την έσπρωξε η μοίρα
Κι αύτη στο νου δεν πρόβλεψε το φοβερό το κρίμα
Που εμάς και άλλους πότισε τα πιο πικρά φαρμάκια
Μα τώρα αφού τ' αλάθευτά του κρεβατιού σημάδια
Εσύ μου τα 'πες που κάνεις
Δεν τα γνωρίζει αλήθεια
Παρά μονάχα εγώ και συ
Κι η σκλάβα μου Ακτορίδα
Που μου 'δωσε ο πατέρας μου
Μαζί μου στην Ιθακι
Και μας φυλούσε την κλειστή
Τη θύρα στο παλάτι
Τώρα μου πείθεις την καρδιά σκληρή κι ας είναι εντός μου
Είπε και τότες πιο πολύ του θρήνου και του πόθου
Του ξύπνησε μες στην καρδία τη φρόνιμη γυναίκα
Αυτός κρατώντας έκλαιε θωρούσε ο Δυσσέας
Όπως κοιτάζουν τη στεριά
Με πόθο και λαχτάρα
Όσοι στο πέλαος κολυμπούν
Που τα γερά καράβια
Ο Ποσειδώνας έσπασε
Με τρίαινα χτύπωντας
Οι λίγοι που γλιτώνουνε
Κατόπιν κολυμπώντας
Ότες πατούν ολόχαροι στης θάλασσας την άκρη
Κι απ' το κορμί τους χύνεται η άρμη στ’ ακρογιάλι
Έτσι εκείνη χαίρονταν τον άντρα της να βλέπει
Σαν την κρατούσε αγκαλιά κι ο πόθος δεν τελεύει
Η ροδοδάχτυλη Αυγή
Να κλαίνε εκεί ακόμη
Θα 'βρισκε αν η Αθηνά
Γοργά μην ξημερώσει
Τη Νύχτα αλάργα κράτησε
Στου ‘κεανού την άκρη
Δεν άφηνε τα γλήγορα
Να ζέψει τ' άλογά της
Το Λάμπο και Φαέθοντα τα φτερωτά πουλάρια
Που της τραβούν την αμάξα το φως μες στα σκοτάδια
Τότε είπε στη γυναίκα του γυρνώντας ο Δυσσέας
Γυναίκα δεν ετέλεψαν τα βάσανα για μενα
Ακόμα κι αλλά αλόγιστα
Με καρτερούν ξοπίσω
Τρανά κι ασήκωτα πολλά
Για να αντιμετωπίσω
Έτσι προφήτεψε η ψυχή
Του μάντη Τειρεσία
Ότες στον Άδη βρέθηκα
Το πότε στην πατρίδα
Να τον ρωτηξω να μου πει εγώ κι οι ναύτες πίσω
Πότε και πως φτάσουμε να μάθω να γνωρίζω
Μόν' έλα τώρα αγάπη μου να πάμε στο κρεβάτι
Να τυλιχτούμε αγκαλιά ο ύπνος να μας πάρει
Η Πηνελόπη η φρόνιμη
Τ' απάντησε έτσι πάλε
Έτοιμη θα 'ναι η κλίνη σου
Σαν θες εσύ να πάμε
Αφού οι θεοί σ' αξίωσαν
Με το καλό να φτάσεις
Στην ποθητή πατρίδα σου
Στο ωριό σου παλάτι
Μόν' έλα αφού θυμήθηκες τα βάσανά σου τώρα
Πες τα κι εμένα που θαρρώ στερνά θα μάθω όλα
Όμως κι αμέσως αν μου πεις άσκημο αυτό δεν είναι
Είπε κι ο άντρας της Ευτύς σε ετούτα απολογείται
Ω τρομερή πόσο σφοδρά
Με βιάζεις να στα είπω
Άκου λοιπόν αφού ποθείς
Κι ουδέν δε θα σου κρύψω
Αλλά ποσώς δε θα χαρείς
Καθώς κι εγώ δε χαίρω
Με όσα μου παράγγειλε
Ο μάντης για το τέλος
Να πάρω δρόμο φέροντας ίσιο κουπί στον ωμό
Όσο να φθάσω σε θνητών το στερεό τον τόπο
Που θάλασσα δεν ξεύρουνε μήτε φαγι μ’ αλάτι
Μηδέ τα καλοτράβηχτα κουπιά από καράβι
Κι άκου σημάδι αλάθευτο
Ο μάντης που μου είπε
Όταν στο δρόμο που τραβώ
Με δει κάποιος εκείθεν
Αν λιχνιστήρι αυτό μου πει
Στον ώμο που σηκώνω
Να σταματήσω Ευτύς εκεί
Και το κουπί απ τον ωμό
Να κατεβάσω πρόσταξε να μπήξω αυτό στο χώμα
Θυσία να προσφέρω εκεί σφαχτά στον Ποσειδώνα
Αρνί δαμάλι και καπρί των χοίρων αναβάτη
Κι Ότες στο Θιάκι πίσω εγώ θα επιστρέψω πάλι
Να θυσιάσω στους θεούς
Που κατοικούν στα ουράνια
Με τη σειρά του καθενός
Και τότες απ τα πάθια
Θα απαλλαγώ κι ο θάνατος
Αργά θα μ' ανταμώσει
Γλύκα μακρά απ' τα πέλαγα
Μου είπε ο μαντογνωστης
Στ' αρχοντικά μου γηρατειά και ο λαός μου γύρω
Θα ζει πάντα καλότυχος προέβλεψε εκείνος
Μα αφού καλύτερα οι θεοί τα γηρατειά προγράφουν
Έχεις ελπίδα στα στερνά να πάψουν τα δεινά σου
Η Πηνελόπη απάντησε
Μιλώντας μεταξύ τους
Ενώ στ ανώγι ‘τοιμαζαν
Την κλίνη τη δίκη τους
Η γραία η Ευρεικλια
Κι η βάγια Ευρυνόμη
Κάτω απ τό φως που έχυναν
Οι δάδες στο ανώι
Αφού τη κλίνη τη στεριά με προθυμιά μεγάλη
Οι βάγιες καλοστρώσανε κι η μια για ύπνο πάει
Η Ευρυνόμη η βάγια της με δάδα αναμένη
Ότε οι δυό τους κίνησαν αύτη ομπρός τους φέγγει
Ώσπου στην καμάρι έφτασαν
Και γύρισε εκείνη
Τότες οι δυό έσπευσαν
Στην θρυλική τους κλίνη
‘’ Ο ΔΥΣΣΈΑΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΑ ΠΆΘΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ‘’
Ο ρήγας και η ρηγισα τη ζαχαρένια αγάπη
Αφού τα μαλα χάρηκαν απάνω στο κρεβάτι
Γλυκιά κουβέντα αρχίσαν κι η Πηνελόπη πρώτη
Του είπ’ όσα γινοντουσαν αυτά που χε βιώσει
Τη σιχαμένη συντροφιά
Να βλέπει των Μνηστήρων
Να σφάζουν εξ' αιτίας της
Βόδια κι αρνιά να ψήνουν
Κι απ' τα πιθάρια αμέτρητο
Γλυκό κρασί να βγάζουν
Να απλώνουν στα τραπέζια τους
Να φραινουν την καρδία τους
Ότε ο Δυσσέας κίνησε κατόπιν να της λέει
Όσα στους άλλους έκαμε κι όσα δεινά υπέστη
Η Πηνελόπη άκουγε με προσοχή μεγάλη
Ο ύπνος δεν την επίανε πριν όλα να τα μάθει
Της είπε για τους Κίκονες
Τα όσα είχαν γίνει
Στων Λωτοφάγων το νησί
Στου Κύκλωπα το σπηλι
Πως του 'φαγε δίχως σπλαχνιά
Τους ποθητούς συντρόφους
Τι του 'κάμε να κδικηθει
Μετά το θάνατό τους
Πως έφτασε στον Αίολο που ολόψυχα τον δέχθη
Πως τον καλοπροβόδισε στο Θιάκι να ‘πιστρεψει
Όμως δεν ήτανε γραφτό αφού τους πήρε πάλι
Σφοδανεμος το στόλο τους στου κόσμου τα πελαη
Πως βγήκαν στην Τηλεπυλο
Στη γη των Λαιστρυγόνων
Που τσάκισαν τα πλοία του
Και τους λαμπρούς συντρόφους
Με λιγοστούς πως σώθηκε
Με ένα πλοίο όλοι
Στην θάλασσα αρμενίσανε
Πως βρέθηκαν κατόπι
Σ’ ένα νησί κατάκοποι κι αυτό ήταν της Κίρκης
Τους δόλους τα καμώματα ξιστορισε εκεινής
Στον Άδη πως κατέβηκε του Τειρεσία μάντη
Για να ρωτήσει την ψυχή αν θα γυρίσει πάλι
Με άρμενο πολυσκαρμό
Είδε νεκρούς συντρόφους
Κι εκείνη που τον γέννησε
Τον έφερε στον κόσμο
Μετά και για το λυγερό
Τραγούδι των Σειρήνων
Και για τις πέτρες τις Κρουστές
Πως πέρασε το πλοίο
Τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη πως διάβηκε μπροστά τους
Ότι πότε κανείς θνητός δεν πέρασε κοντά τους
Πως φάγαν οι συντρόφοι του τα βόδια του Ηλίου
Και πως ο Δίας το στέρνο τους σύντριψε το πλοίο
Μ’ αστροπελέκι φοβερό
Δε γλυτωσε κανένας
Όλοι οι συντρόφοι χάθηκαν
Της είπε ο Δυσσέας
Το πως ο ίδιος σώθηκε
Απάνω στην καρυνα
Που ύστερα ναυάγησε
Στη νήσο Ωγυγία
Οπού η νύφη Καλυψώ στην κοίλα τη σπηλιά της
Αυτόν κρατούσε κι άντρα της ποθούσε να τον κάμει
Αθάνατον κι αγέραστον πως θα τον καταστήσει
Του ‘λέγε μα’ αρνήθηκε να μείνει στο νησί της
Της είπε το πως έφθασε
Στη χώρα των Φαιάκων
Πως σα θεό τον τίμησαν
Ενώ προβοδοντας τον
Χρυσάφι του δωσαν χαλκό
Κι ενδύματα πανώρια
Πως με καράβι έστειλαν
Αυτόν στην πατροχωρα
Ετούτα ιστορισε στέρνα κι ύπνος γλυκός τον πήρε
Τα μέλη του παρέλυσαν η κούραση του βγήκε
Στον ύπνο και στην αγκαλιά της γλυκοποθητής του
Μόλις κατάλαβε η θέα πως χόρτασε εκείνος
Σήκωσε τη χρυσοθρονη
Τη νυχτογεννημέννη
Αυγουλά κι απ το πελαος
Ο γήλιος ανατέλει
Τότε ο Δυσσέας ξύπνησε
Από την κλίνη εγερθεί
Ετούτα λόγια μίλησε
Στο λατρευτό του ταίρι
Καλή μου πια τα βάσανα χορτάσαμε κι οι δυό
Εσ’ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου
Κι εμέ στα πάθια με έριξαν όλ' οι θεοί κι ο Δίας
Σα λαχταρούσα γύρισα στην ποθητήν πατρίδα
Τώρα το πολυπόθητο
Σα βρήκαμε κρεβάτι
Το βίος μας θα κοιτάξουμε
Στο ώριο μας παλάτι
Όσα οι μνηστήρες σκόρπισαν
Θα ξαναπάρω πίσω
Κι άλλα οι Θιακοί θα δώσουνε
Οι αυλές μας θα γιομίσουν
Μα τώρα στο πολυδέντρο το ξοχικό θα πάω
Να δω το γέρο μου γονιό να τον σφιχταγκαλιάσω
Για μενα άλλο μη θρηνεί κι εσύ εδώ που είσαι
Μείνε και κάνε ότι σου πω ο Οδυσσέας είπε
Ο ήλιος άμα καλοβγεί
Ψηλά στ' ανώι ανέβα
Παρέα με τις δούλες σου
Κάθου μη δεις κανέναν
Πως τους μνηστήρες φόνευσα
Πριν μάθουν οι Θακαιοι
Σαν είπε κι αρματώνεται
Απ το δώμα βγαίνει
Έπειτα τον Τηλέμαχο τον Εύμαιο ξυπνάει
Εκείνος το Φιλοίτιο κι όλους αυτός προστάζει
Αμέσως να αρματωθούν να τον ακολουθήσουν
Όπως και όντος έκαμαν κινήσανε μαζί του
Από τη θύρα βγήκανε
Κατόπιν του Δυσσέα
Ότες ο γήλιος άναψε
Το φως της νέας μέρας
Όξω απ' την πόλη γλήγορα
Κινούνε για να βγούνε
Με αχλυ η Αθήνη σκέπασε
Εκείνους να μη δούνε…
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ © 3-11-2021
Τελευταία επεξεργασία: