Έχει τελικά αποβιβαστεί ο Οδυσσέας στην πρώτη ακτή του δήμου Ιθάκης, μετά από 20 χρόνια, στον σημερινό Αθέρα Κεφαλληνίας, και ώσπου να ξυπνήσει, οι Φαίακες ξεκινούν για το ταξίδι της επιστροφής. Τότε ακριβώς τους πήρε χαμπάρι ο Ποσειδώνας:
λήθετ’ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι
πρῶτον ἐπηπείλησε, Διὸς δ’ ἐξείρετο βουλήν·
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν' 125-127
Ο ἐνοσίχθων όμως δεν
ξέχασε απειλές, που για τον Οδυσσέα με παράστημα ενώπιον θεού
πρῶτον ξανά απείλησε, και ζήτησε να εκμαιεύσει απόφαση Διός:
τιμήεις ἔσομαι, ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν
Φαίηκες, τοί πέρ τε ἐμῆς ἔξεισι γενέθλης.
Καὶ γὰρ νῦν Ὀδυσῆα φάμην κακὰ πολλὰ παθόντα
οἴκαδ’ ἐλεύσεσθαι· νόστον δέ οἱ οὔ ποτ’ ἀπηύρων
πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατάνευσας·
οἱ δ’ εὕδοντ’ ἐν νηὶ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες,
κάτθεσαν εἰν Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ οἱ ἄσπετα δῶρα,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ’ ὑφαντήν,
πόλλ’, ὅσ’ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ’ Ὀδυσσεύς,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν.»
Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ὢ πόποι, ἐννοσίγαι’ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες.
Οὔ τί σ’ ἀτιμάζουσι θεοί· χαλεπόν δέ κεν εἴη
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν.
Ἀνδρῶν δ’ εἴ περ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων
οὔ τι τίει, σοὶ δ’ ἔστι καἰ ἐξοπίσω τίσις αἰεί.
Ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ.»
Τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«Αἶψά κ’ ἐγὼν ἔρξαιμι, κελαινεφές, ὡς ἀγορεύεις·
ἀλλὰ σὸν αἰεἰ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ’ ἀλεείνω.
Νῦν αὖ Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ
ῥαῖσαι, ἵν’ ἤδη σχῶνται, ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς
ἀνθρώπων, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ὧ πέπον, ὡς μὲν ἐμῷ θυμῷ δοκεῖ εἶναι ἄριστα,
ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προΐδωνται
λαοὶ ἀπὸ πτόλιος, θεῖναι λίθον ἐγγύθι γαίης
νηὶ θοῇ ἴκελον, ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες
ἄνθρωποι, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ’ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
βῆ ῥ’ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.
Ἔνθ’ ἔμεν’, ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος νηῦς
ῥίμφα διωκομένη. Τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ’ ἐνοσίχθων,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας· ὁ δὲ νόσφι βεβήκειν.
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν’ 128-164
«Πατέρα Ζεῦ, ουδέποτε εγώ βεβαίως μες σε αθάνατους θεούς
θα τύχω πρέπουσας τιμής, όταν εμένα οι θνητοί καθόλου δεν τιμάνε
οι Φαίακες, αυτοί που κι από ’μέ οφείλουνε γενιά.
Και τώρα δα διότι τον Οδυσσέα πρόβλεπα κακὰ πολλὰ παθόντα
στο σπίτι θα γυρίσει· νόστο δέ γι’ αυτόν οὔδέποτε ευρίσκοντα
με ευκολία, μια που σὺ πρῶτον ὑπέσχεσο καὶ συγκατάνευσες·
κι αυτοί κοιμώμενο σε πλοίο γρήγορο ἐπὶ του πόντου ἄγοντες,
κατέβασαν στην Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ σ’ αυτόν άφθονα δῶρα
χαλκόν τε και χρυσόν και ἁλι(πόρφυρη) ἐσθῆτά ὑφαντήν,
πολλά, ὅσ’ ἂν οὐδέποτε από την Τροία θα αφαιρούσε ο Ὀδυσσεύς,
εν πάσει περιπτώσει ἦλθε άβλαβος, λαχαίνοντας από λάφυρα τα πρέποντα».
Και είπε νεφεληγερέτα Ζευς προς κείνον απαντώντας:
«Ὢ εἴ με, ἐννοσίγαιε, με το εὐρύ το σθένος, αυτό το οποίο είπες.
Καθόλου οι θεοί δεν σ’ ατιμάζουν· και θά ’ταν χαλεπό
τον πιο παλιό και άριστο άτιμα να προσβάλεις.
Και αν εκ των ανδρών εσέ κάποιος πιέζει και μειώνει διολισθαίνων
καθόλου δεν τιμά, δικό σου θέμα ἐξοπίσω κι ες αεί η τιμωρία.
Πράξε, ὅπως ἐθέλεις κι αγαπάς ‘τραβά η όρεξή σου’».
Και σε αυτόν απάντησε ἔπειτα ο Ποσειδάων ἐνοσίχθων:
«Ευθύς κι ἐγὼ θα έπραττα, συνάχτη των νεφών, ὡς ἀγορεύεις·
αλλά θυμό δικό σου σέβομαι μα και φοβάμαι πάντα.
Αυτοστιγμής θέλω το όμορφο το πλοίο των Φαιάκων
που σε πορεία ανοδική σε θάλασσα μ’ ομίχλη
να καταστρέψω, ἵνα ἤδη ανασχέσουν, και διακόψουν τη μεταφορά
ανθρώπων, και την πόλη τους με μέγα ὄρος να καλύψω κι απ’ τα δυο».
Και είπε νεφεληγερέτα Ζευς προς κείνον απαντώντας:
«Ω ακριβέ μου, άριστα και μου φαίνεται μες στην ψυχή πως είναι,
οπότε πια κι αν όλοι αυτό το δουν μπροστά τους να περνά
λαοί από την πόλη, κάνε κοντά στη γη να γίνει λίθος (να πετρώσει)
ίδιο με γρήγορο καράβι, ‘ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες’
οι ἄνθρωποι, και την πόλη τους με μέγα ὄρος να καλύψεις κι απ’ τα δυο».
Ύστερ’ αφού το άκουσε αυτό βεβαίως Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
πήγε γοργά εις τη Σχερία, οι Φαίακες που ζούν.
Όπου περίμενε, κι αυτό το ποντοπόρο πλοίο έφτασε πολύ κοντά
σαν καταδιωκόμενο απ’ το χρόνο. Και ήλθε δίπλα του ο ἐνοσίχθων,
που πέτρα αυτό το έκανε κι ἐρρίζωσε από κάτω
πιάνοντας με το χέρι απ’ τα πρανή· ὁ δὲ διάβηκε μακριά.
Στην αρχή, διακρίνουμε συμπεριφορά γυμνοσάλιαγκα από τον Ποσειδώνα…
Στη συνέχεια, από τον Δία, έναν κεκτημένο από άλλους αντίστοιχους διαλόγους ωχ-αδερφισμό. Μια συμπεριφορά γραφειοκράτη, που προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες από το σαρκίον του, γιατί έχει σοβαρές εργασίες να διεκπεραιώσει και, πώς να υπεροπεύσει επί θεαινών και θηλυτέρων τε βροτών. Γενικά κουβαλά ένα όβριμον άχθος μαγκιάς και είν’ υψιβρεμέτης και ‘νεφεληγερέτα’.
Στην Τρίτη παράγραφο με διορθώνει ο Ποσειδών: «- Όχι νεφεληγερέτα εδώ, αλλά κελαινεφές», γιατί μαύρα σύννεφα τον σκοτεινιάζουν οι σκοτούρες του.
… Και βλέπω εδώ για τον ενοσίχθονα τον Ποσειδώνα, εμπάθεια, κόμπλεξ, κακία, απέναντι σε αθώους. Τι δουλειά έχουν να τιμωρηθούν έτσι ύπουλα, οι καλοκάγαθοι και φιλειρηνικοί Φαίακες, επειδή ο μετά από εννιά χρόνια φιλοξενούμενός τους Οδυσσέας, τύφλωσε κάποτε στο παρελθόν έναν ασεβή, ακόμα και έναντι του ίδιου αυτού του Διός, κτηνοβάτη και ανθρωποφάγο παλιάνθρωπο;
… Και επιδεικτικά, όχι κάπου στα ανοιχτά της Κεφαλληνίας, της Λευκάδας ή των Παξών, αλλά εδώ μπροστά, όπου είναι σήμερα το Ποντικονήσι (πόντικο-νήσι = νησί στον πόντο, με γύρω-γύρω θάλασσα, κι όχι όπως δίπλα το Κανόνι νησί-χερσόνησος), για παραδειγματισμό, να πετρώσει το γρήγορο καράβι των Φαιάκων, που σε πορεία ανοδική σε θάλασσα με ομίχλη… και στη συνέχεια να σκεπάσει και την πόλη κι απ’ τα δυο (αμφικαλύψαι), ώστε να μην ξανά τολμήσουν να εξυπηρετούν και να περνάνε απέναντι άλλους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει περίπτωση να εξετάσει αυτό τον διάλογο αντικειμενικός ψυχίατρος και να μην καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι αυτές οι συμπεριφορές κρύβουν υψηλή εμπάθεια, χαμηλό επίπεδο χαρακτήρα και επέχουν στάση αντικοινωνική και εγκληματική.
Αν, φίλοι μου αγαπημένοι, αυτό το προφίλ το έχετε συναντήσει κάπου αλλού, σε όλα τα σημεία μιας άλλης επικής ΠΑΛΑΙΑΣ ιστορίας, η οποία έχει παραδοθεί στις επόμενες γενεές ως ΔΙΑΘΗΚΗ και διδασκαλία, δεν πέφτετε καθόλου έξω. Εδώ είναι η επιτομή του ‘‘ΟΦΘΑΛΜΟΝ ΑΝΤΙ ΟΦΘΑΛΜΟΥ’’…
Μα πως είναι δυνατόν; Απλά, όταν, στους Αιγύπτιους δούλους, οι Αχιγιάβε, για να τους προσεταιριστούν, ώστε να τους έχουν ως οδηγούς βουνού, θησαυροφυλακίων, τάφων, πυραμίδων και λοιπών μνημείων…
… Όταν τους κατασκεύασαν ακόμα και Αχιγιάβε-θεό, τον γιαχ-βέ, το έκαναν για να τους αισθάνονται ως αδέρφια, δικούς τους ‘ένα πράμα’, αυτοί, για αυτόν τον γιαχβέ τον εκδικητικό, διάλεξαν τα καλύτερα: Ένα κράμα του διαλόγου αυτών των δυο απαράδεκτων. Σε τελική μορφή σεβάσμια από φόβο και γερασμένη, οπότε και ανέραστη. Και μην απορείτε καθόλου, άλλωστε για τον ΚΑΚΟ του δίπολου, ως σατανά, διάλεξαν τον Σηθ, από την Αιγυπτιακή Μυθολογία, τον αδερφό του Όσιρις που αυτός ο κερατάς ο Σηθ τον είχε διαμελίσει και μετά η Ίσιδα έψαχνε τα κομμάτια του για να τον συναρμολογήσει και, δεν βρήκε το όργανό του κι όταν ενώθηκαν έμοιαζε ο υιός τους ο Ώρος σαν πουλί.
Πάντα τα καλύτερα διαλέγουν, τα έμπειρα και τα δοκιμασμένα, οι Ιουδαίοι. Γεννημένοι λογιστές.
Στην Ελληνική Μυθολογία, η Αθηνά, κούρη Διός αιγιόχοιο, είναι θύμα και παρενόχλησης και σεξουαλικής κακοποίησης από αυτό το θεϊκά κατ’ ανάγκη λατρευόμενο κτήνος, τον πατροκασίγνητο (θείο) της Ποσειδώνα. Και όλη η Οδύσσεια είναι ένα διαρκές αντάρτικο εναντίον της θέλησής του.
Δεν γνωρίζουμε αν ο ίδιος ο Ιησούς έχει υποστεί παιδική κακοποίηση από κάποιους ιερείς αυτού του γιαχβέ σε τρυφερή ηλικία και γιατί κατέφυγε στην έρημο τόσα χρόνια. Αυτό όμως που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι ο Ναζωραίος, τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, τα πέρασε σε συνθήκες αντάρτικου με τους ιερείς του γιαχβέ. Και οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Ρωμαίους σαν σκουπίδι.