Όταν ο Οδυσσέας ήταν μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, κάποια στιγμή κατάφερε επιτέλους να μείνει όλη τη βραδιά στο σπίτι του, ενώ οι μνηστήρες είχανε πάει για ύπνο στα δικά τους ! Πώς το κατάφερε αυτό;
...Μόνο οι υπηρέτριες-παρακόρες-δούλες, δηλαδή οι δμώες, διαφωνούσαν γιατί μάλλον τον θεωρούσαν «αδιάκριτο μάτι» στις ακολασίες τους με τους μνηστήρες και άρχισαν να τον προκαλούν, να τον βρίζουν και να τον χλευάζουν, όπως λέμε να «του βάζουν χέρι», δηλαδή καθεψιόωντο.
Εκείνη τη βραδιά ο «ζητιάνος» αποκαλύπτει ένα μυστικό στην Πηνελόπη, που φανερώνει τη γνησιότητα της γνωριμίας του με τον Οδυσσέα «...ο οποίος και θα επιστρέψει μέσω Δωδώνης και Θεσπρωτίας».
Η Πηνελόπη τότε δακρυσμένη ανοίγει την καρδιά της και υπόσχεται σε αυτό τον γνήσιο φίλο ‘‘τον ουρανό με τ’ άστρα’’ από ευγνωμοσύνη
και χλαίνες και στρωσίδια σεντόνια αστραφτερά,
ώστε καλά και μες στη θαλπωρή να φτάσει η χρυσόθρονη Αυγή (να θρονιαστεί). ...
για μένα αυτές οι χλαίνες και σεντόνια αστραφτερά
μου πέφτουνε βαριά, αφ’ ότου Κρήτης όρη τα νεφοσκεπασμένα πρωτοάφησα
οπίσω (να σβήνουν στον ορίζοντα), ταξιδεύοντας με πλοίο με κουπιά απ’ τα μακριά,
και ξαπλώνω, όπως παλιά πέρναγα άυπνες βραδιές
πολλές διότι νύχτες μες σε ατέλειωτο κρεβάτι-φυλακή
άφησα να περνούν κι ανέμενα και την Αυγή να καλοθρονιαστεί ευλογημένη.
Ούτε για ’μέ ποδόνιπτρα ποδών πεθύμησα από ψυχής
να γίνουν· ούτε γυναίκα θ’ ακουμπήσει (κανένα) πόδι απ’ τα δικά μας
από αυτές, που καταπιάνονται μες στο παλάτι με δουλειές,
άμα δεν είναι παλαιή καμιά γριά, από σεβασμό γνωρίζουσα το τυπικό,
κάποια που τόσα χώρεσε ο νους, όσα κι εγώ από πρώτα·
και αυτή που δεν θα με φθονήσει τα πόδια ν’ ακουμπήσει τα δικά μου». ...
«Ξένε αγαπητέ... άνδρας κανείς έτσι σωστός ουδέποτε
απ’ τους φιλοξενούμενους αλλοδαπός (από μακριά) έφτασε στο παλάτι μου,
όπως εσύ μ’ ευφράδεια πολύ τα πάντα αγορεύεις σοβαρά·
είναι δε γριά σ’ εμέ έχουσα μες στο νου συγκροτημένη λογική,
που κείνον-ε το δυστυχή ανέθρεψε καλά μεγάλωσε συγχρόνως,
αφ’ ότου δέχτηκε στα χέρια, από την πρώτη τη στιγμή όταν τον γέννησε η μητέρα·
αυτή που θα σου νίψει τα ποδάρια (αυτή που) φαίνεται παρ’ όλα αυτά ασθενική...
Αλλ’ άντε τώρα, Ευρύκλεια με σκέψη περισσή, αφού επάνω σηκωθείς
νίψον του άρχοντά σου συνομήλικο· και που ο Οδυσσεύς
ήδη τέτοιος (θα) είναι στα ποδάρια τέτοιος και εις τα χέρια·
διότι ευθύς μες στην κακότητα οι θνητοί γερνούν σε “μαύρο χάλι”». ...
... Ως είπε έτσι, κι η γριά εσκέπασε το πρόσωπο με χέρια,
κι έβγαλε δάκρυα θερμά, και είπε μια κουβέντα ανάμεσα σ’ ολοφυρμούς: ...
Οδύσσεια, ραψωδία τ’ 361-362:
«... «ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος. Ἦ σε περὶ Ζεὺς
ἀνθρώπων ἤχθηρε θεουδέα θυμὸν ἔχοντα.
Οὐ γάρ πώ τις τόσσα βροτῶν Διὶ τερπικεραύνῳ
πίονα μηρί’ ἔκη’ οὐδ’ ἐξαίτους ἑκατόμβας,
ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδους ἀρώμενος, εἷος ἵκοιο
γῆράς τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν·
νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. ...»
Οδύσσεια, ραψωδία τ΄ 363-369
Η Ευρύκλεια συγκινείται και εμείς απολαμβάνουμε την 4η εικόνα, όπου η Ευρύκλεια, αυτό το πρότυπο, αυτό το ίνδαλμα για τον «Μέντορά» μας το Νίκο Λιβαδά, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ζητιάνου έναν σωσία του Οδυσσέα όπως τον θυμάται. Οδύσσεια, ραψωδία τ΄ 363-381:
περιέβαλε με έχθρα των ανθρώπων (τον) έχοντα ευσέβεια από ψυχής.
Γιατί κανείς απ’ τους θνητούς τόσα ουδέποτε στο Δία που με τους κεραυνούς διασκεδάζει
(δεν) έκαψε μηριά παχιά ούτε και “τας εξαίτους εκατόμβας’’,
όσα εσύ γι’ αυτόν “υπερυψούμενος” προσέφερες σε ικεσία, έως να έφτανες
σε ευτυχές και γήρας και θ’ ανέτρεφες τον ‘‘φαίδιμο’’ υιό (τον δοξασμένο)·
τώρα όμως για σένα μοναχό δια παντός η μέρα αφαιρέθηκε για την επιστροφή
Έτσι περίπου και εκείνον (θα μαλώνανε κι) εμπαίζανε γυναίκες
κάποιων ξένων (μακρινών) αλλοδαπών, όταν στα ‘‘περιβόητα’’ θα έφτανε ανάκτορα αυτών,
όπως εσένα αυτές οι σκύλες της ντροπής χλευάζουν όλες (και προγκάρουν),
και τη ντροπή τώρα αυτών αίσχη πολλά ζητώντας ν’ αποφύγεις
δεν επιτρέπεις να (σε) πλύνουν· κι όχι τυχαία εμέ διέταξε
η κόρη του Ικάριου, φρόνηση περισσή η Πηνελόπη.
Γι’ αυτό εσένα πόδια θα σου νίψω κι αυτής της ίδιας εντολή της Πηνελόπης
και ένεκα από εσέ, η ψυχή μου επειδή μέσα μου επαναστατεί
για τις φροντίδες. Αλλ’ άντε τώρα συμμερίσου ένα λόγο, αυτό το ότι και αν πω.
Ξένοι πολλοί ταλαίπωροι επειδή έφταναν εδώ δα,
αλλά ποτέ κανέναν δε θυμάμαι νά έχω δει έτσι να μοιάζει
όπως εσύ διάπλαση φωνή μα και στα πόδια μοιάζεις του Οδυσσέα». ...
Odysseus und Penelope - Joh. Heinrich Wilhelm Tischbein
σμίλευε με το δόντι του
το πόδι στον μηρό του Οδυσσέα