Το κείμενο που ακολουθεί είναι από παλιά αφιερωμένο σε φίλους τυφλούς και στις οικογένειές τους, φίλους που έχουν παιδιά με δυσκολίες, καθώς και στους φίλους υποστηρικτές των Ομηρικών μου προσπαθειών συνεργάτες ή απλά φίλους εδώ που τους αρέσουν τα άρθρα μου.
Στην "Τελευταία Ευκαιρία" και στο κεφάλαιο, ΚΕΡΚΥΡΑ, η Αποκάλυψη της Ομηρικής Σχερίας, άρχιζα ως εξής:
"1ον Ο Δημόδοκος...Από τα αρχαία χρόνια, υπήρχε η υποψία ότι αυτός ο αοιδός (προσέξτε, δεν τον λέει ραψωδό) εκεί στο παλάτι του Αλκίνοου και της Αρρήτης, που δεν βλέπει, ο μη ορών, είναι ο ίδιος ο Όμηρος! Ο ποιητής, ανάμεσα σε άλλες καινοτομίες, έχει και αυτή την εκπληκτική σύλληψη-αποκάλυψη.
Μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα απόλυτης καταξίωσης, αυτός ο εκπρόσωπος των Μουσών και του Απόλλωνος επί γης, απαγγέλλει. Που; Μα στο παλάτι αυτού του ιδανικού-θεϊκού νησιού της Σχερίας Κέρκυρας.
Κανείς δεν διακόπτει, όλοι εκστατικοί παρακολουθούν και η ψυχή του κυριοτέρου πρωταγωνιστή και των δυο επών σκιρτά.
Ο βαθμός συγκίνησης για τον αναγνώστη φτάνει υψηλότερα ακόμα και από τη στιγμή που ένας βασιλιάς-πατέρας, ο Πρίαμος, εκλιπαρεί έναν ημίθεο, τον Αχιλλέα να του παραδώσει το σκοτωμένο γυιό του, τον Έκτορα, αυτόν που όλες οι στιγμές της παρουσίας του στην Ιλιάδα δίδαξαν την ανθρωπότητα μεγάλα ιδανικά και αξίες, είτε με τα δικά του λόγια, είτε με της γυναίκας του Ανδρομάχης!
Κι όμως, εκεί στην Κέρκυρα, ο αναγνώστης παρακολουθεί έναν Δημόδοκο να συγκινεί τον πρωταγωνιστή του, τον ήρωά του, ακριβώς όπως επί όλα αυτά τα 3000 χρόνια ένας Όμηρος συγκίνησε και έτερψε την ανθρωπότητα.
Και τι σύμπτωση; τα νησιά Κεφαλλονιά, Ιθάκη, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Ακαρνανικές ακτές και Εχινάδες ήταν το Ομηρικό βασίλειο του Οδυσσέα και συνεργάτες, ενώ ο Δημόδοκος απάγγελνε βόρεια εκεί στην Κέρκυρα. Μετά την Α' Μεταναστευτική περίοδο ήταν η Ικαρία, οι Φούρνοι, η Σάμος, οι απέναντι Μικρασιατικές ακτές και η Αστυπάλαια που εποίκησαν οι Σάμιοι και οι του Δουλιχίου ενώ οι ΟΜΗΡΙΔΕΣ που διέδωσαν τα έπη, ήταν επίσης βόρεια εκεί στη Χίο!"
Ο Δημόδοκος στην Οδύσσεια εμφανίζεται τέσσερις φορές. Την τέταρτη δεν μαθαίνουμε τι απαγγέλλει. Απλά ο Οδυσσέας ενώπιον του ανυπομονεί να νυχτώσει για να επιβιβαστεί στο πλοίο της επιστροφής.
Με τις άλλες τρεις όμως ο Όμηρος παρουσιάζει ένα σαφές περίγραμμα του έργου του.
α' Την πρώτη φορά δίνεται η γενική εικόνα και η ατμόσφαιρα κατά τις απαγγελίες: Άμιλλα ποιοτική μεταξύ των επών (Οδυσσέας-Αχιλλέας). Εντύπωση στους άρχοντες (Αγαμέμνων). Που θα βρει κανείς πληροφορίες (Πυθώ-Δελφοί). Η συγκίνηση του ακροατή (Οδυσσέας). Και ασφαλώς η ιερότητα των στιγμών αφού έσταζαν από Δέπας Αμφικύπελλο!
β" Αλληγορία για τα αίτια του Τρωικού Πολέμου με τη διεκδίκηση της Αφροδίτης (Ελένη) από τον Άρη (πόλεμος). Αυτός στον οποίο ανήκει, Ήφαιστος, είναι ο τεχνίτης, ο δουλευτής, ο μέσος άνθρωπος. Αν ίσως ο Ποσειδών (θάλασσα, στοιχεία της φύσης κλπ) δώσει εγγυήσεις, τότε ακόμα και το εμπόριο θα αναπτυχθεί (Ερμής) και οι τέχνες (Απόλλων), ενώ συγχρόνως ο πόλεμος θα πάει στην άκρη.
γ' Πως τελείωσε ο Τρωικός Πόλεμος, που στην Ιλιάδα δεν αναφέρεται, αφού εκείνο το έπος τελείωνε με τους αγώνες προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου, αθλοθέτη τον Αχιλλέα και, αφού είχε παραδοθεί η σωρός του Έκτορα στον Πρίαμο. Ποιές οι συνέπειες του πολέμου; ...Αυτό το τελευταίο θα λυγίσει τον ακροατή-Οδυσσέα, ο οποίος και θα αποκαλύψει στους Φαίακες με προτροπή του βασιλιά Αλκίνοου την πατρίδα και τις περιπέτειές του. Εκεί στη Σχερία...
που η μούσα ερωτεύτηκε καλό χαρίζοντάς του κι ένα κακό του χάλασε τα μάτια και τού 'δωσε γλυκιά αοιδή.
εκεί κοντά ο Ποντόνοος απίθωσε το θρόνο τον ασημοπελέκητο
μέσω συνδαιτημόνων, στον κίονα υψώνοντας τον υψηλό
απ' το παλούκι κρέμασε την ηχηρή κιθάρα
πάνω απ' το κεφάλι του και τού 'δειχνε το χέρι ακουμπώντας πως να την
πάρει ο κήρυξ, πλησίασε καλό τραπέζι βάζοντας πάνω κάνιστρο
μαζί με κρασοπότηρο να πίνει όποτε θέλει.
Πάνω στα έτοιμα φαγιά μπροστά τα χέρια απλώναν.
Κι αφού στο τέλος χόρτασαν πιοτό φαί χαρήκαν
Η ΜΟΥΣΑ ΤΟΤΕ ΕΝΕΠΝΕΥΣΕ ΤΟΝ ΑΟΙΔΟ ΝΑ ΑΔΕΙ ΔΟΞΑ ΑΝΔΡΩΝ
ΠΟΥ Η ΛΑΜΨΗ ΤΟΥΣ ΑΠΕΡΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΕΧΕΙ ΦΤΑΣΕΙ
ΑΜΙΛΛΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΚΙ ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ
ΠΟΥ ΘΕΪΚΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΛΟΥΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΑ,
κι ο Αγαμέμνων βασιλιάς μεγάλος των ανθρώπων
χάρηκε με τη σκέψη πως πρώτοι των Αχαιών αμιλλώνται
ΓΙΑΤΙ Σ' ΟΠΟΙΟΝ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ Ο ΦΟΙΒΟΣ ΤΟ ΕΙΠΕ ΑΠΟΛΛΩΝ
ΜΕΣ' ΣΤΗΝ ΠΥΘΩ ΤΗΝ ΑΓΑΘΗ, ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ
ΧΡΗΣΜΟ ΝΑ ΠΑΡΕΙ' διότι μεγάλα βάσανα άρχισαν από τότε
στους Τρώες και στους Δαναούς μ' απόφαση του Δία
ΤΕΤΟΙ Α ΟΙΔΕ Ο ΑΟΙΔΟΣ ΛΑΜΠΟΝΤΑΣ πέρα ως πέρα' τότ' Οδυσσέας
με τα χοντρά του χέρια το ρούχο του τραβούσε πορφυρό
ανέβαζε στο πρόσωπο, σκέπαζε το κεφάλι
ντρεπόταν δα τους Φαίακες δάκρυα πως σκουπίζει.
Όταν σταμάτα αοιδός να τραγουδά ο θείος
το ρούχο απ' το κεφάλι έβγαζε το κλάμα σταματώντας
ΚΑΙ ΕΣΤΑΖΕ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΠΟ ...ΠΟΤΗΡΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΧΡΗΣΕΙΣ (ιερό)
πάλι μετά ως άρχιζε να τραγουδά του λέγαν
κι οι πρώτοι απ' τους Φαίακες - τους άρεσαν τα έπη
ξανά Οδυσσέας γοερά έκλαιγε σκεπασμένος...
Οδύσσεια, ραψωδία θ' 62-92
Είναι η πρώτη εμφάνιση του Δημόδοκου στην Οδύσσεια και η πρώτη δική μου προσπάθεια κάποιο ξημέρωμα του Νοέμβρη του 2003, να την αποδώσω ποιητικά, να σαν φόρο τιμής...
Είναι αυτή η ανεπανάληπτη σύλληψη του Ομήρου να κάνει ο ίδιος ένα γρήγορο πέρασμα από τη σκηνή, όπως κάποιοι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες και στον θεατή να μείνει το μεταίσθημα ότι τον Χίτσκοκ κάπου τον πήρε το μάτι του θεατή ας πούμε, κάπου ο Αλέκος Σακελλάριος σαν κομπάρσος και πάει λέγοντας.
Γιατί όλοι βέβαια θυμόμαστε την έριδα για τη Χρυσηίδα του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα... Ο Οδυσσέας όμως γιατί; Και να καμαρώνει κι ο Αγαμέμνονας! (εδώ αναφέρομαι στην αλληγορική μετάφραση του στίχου θ' 75, που στο Ομηρικό κείμενο λέει "νείκος-φιλονικία του Οδυσσέα με τον υιό Πηλέα Αχιλλέα")
Απλά την ανάμνηση των κατορθωμάτων των Αχαιών ο Όμηρος τραγουδούσε - εκπάγλοις επέεσιν - στα ακριβά θεϊκά τραπέζια που έκαναν οι ξεριζωμένοι της Α' Μεταναστευτικής στο Ανατολικό Αιγαίο και στη Μικρασία, η ψυχή τους αγαλλίαζε, το πνεύμα τους καμάρωνε και το σώμα τους ήταν έτοιμο για νέα κατορθώματα και έτσι το "κλέος ουρανόν ευρύν ίκανεν".
του Άρη τ' αγκαλιάσματα με τη λαμπρή Αφροδίτη
που πρωτοκάναν έρωτα στο σπίτι του Ηφαίστου
κρυφά, με πάθος λέρωσαν κρεβάτι και ντιβάνι
του άρχοντα Ηφαίστου... Και ήρθε το ξημέρωμα
και φάνηκε ο Ήλιος, εκείνος τους κατάλαβε που σφιχταγκαλιαζόνταν."
Οδύσσεια θ' 266-271
πήγε στο εργαστήριο στήνοντας μια πλεκτάνη
στερέωσε τ' αμόνι του πα' στη μεγάλη βάση να επεξεργαστεί δεσμά
άθραυστα, άλυτα να μπουν και σταθερά να μείνουν.
Διότι κόλπο θα 'φτιαχνε, τον χόλωσε ο Άρης,
πήγε μετά στο θάλαμο, όπου η ερωτική 'φωλίτσα'
γύρω παντού και κυκλικά σφιχτά δεσμά τους χύνει
πολλά δε κι απ' την οροφή ψηλά να κατεβαίνουν
πέφταν αραχνοΰφαντα, ποιός να τα καταλάβει.
Ούτε οι μάκαρες θεοί, τόσο έξυπνα φτιαχτήκαν.
Αφού λοιπόν με πονηριά στήθηκε η παγίδα
κίνησε για τη Λήμνο του, την όμορφη την πόλη
που μέσα σ' όλον το ντουνιά την αγαπούσε πρώτη"..
Οδύσσεια θ' 272-284
Ο Ήφαιστος ετοίμασε αόρατα δεσμά για να τους συλλάβει επ' αυτοφόρω και κίνησε γι α την αγαπημένη του Λήμνο. Πράγματι τους ξεγέλασε και αφού φώναξε τους θεούς, έφτασε μέχρι του να ζητήσει πίσω την προίκα από τον πατέρα της Αφροδίτης τον Δία:
ο Ποσειδώνας έφτασε τη γη που την κουνάει, Ερμής ο Εριούνιος
ήλθε, ήλθε Απόλλων άναξ τα έργα του που φαίνονται απ' αλάργα.
Μα οι θεές ντρεπόντουσαν και μείνανε στο σπίτι΄
Όλα τα δίνουν οι θεοί, στάθηκαν μπρος στην πύλη
γέλια σηκώσαν οι θεοί, πολλά, μεγάλη τους η χάρη
σαν καταλάβαν τις σοφές παγίδες του Ηφαίστου.
Και να τι είπε κάποιος τους κοντά κοντά στον άλλο:
'Οι πονηριές δεν έχουνε καλό, τον γρήγορο ο βραδύς τον φτάνει
τώρα όπως ο Ήφαιστος αν και βραδύς τον τσάκωσε τον Άρη
το γρήγορο μες στους θεούς στον Όλυμπο που μένουν,
Κι ας είν' χωλός, με τέχνασμα πιάστηκε ο ερωτύλος..."
Οδύσσεια θ'321-332
Ήλθαν στο παλάτι του Ηφαίστου (θεός τεχνίτης), ο Ποσειδών (θεός των φυσικών φαινομένων), ο Ερμής (θεός του εμπορίου) και ο Απόλλων (θεός των καλών τεχνών). Οι θεές (στην ομηρική λέγονται θέαινες, όπως οι λέαινες) έμειναν στα παλάτια τους γιατί ντρεπόντουσαν. Κάποιος διαπίστωσε ότι τον γρήγορο τον φτάνει ο αργός αν έχει δίκιο. Και τότε:
γύρισε κι είπε στον Ερμή αρχοντικά ο Απόλλων, του Δία ο υιός:
-Ερμή ακαταπόνητε παιδί Διός ζωοδότη
μήπως θα ήθελες δεσμοί βαριά να σε πλακώσουν
όταν θα απολάμβανες κρεβάτι κι Αφροδίτη, αφού την-ε χρυσώσεις;
Τότε τ' απάντησε μ' ορμή λευκή φαντασματένια:
-Απόλλων άρχοντα γιορτή τούτο δα αν γινόταν
τρεις κι άλλους τόσους άπειρους δεσμούς γύρω μ' ας είχα
εσείς κι αν καλοβλέπατε θεοί θεές αντάμα
την Αφροδίτη εγώ θα έπαιρνα για να την-ε χρυσώσω."
Οδύσσεια θ' 333-342
Ο Απόλλων (καλές τέχνες) ερωτά τον Ερμή (εμπόριο), αν για χάρη της ομορφιάς (Αφροδίτη) θα ήθελε να πάθει αυτά που έπαθε ο Άρης. Κι εκείνος απαντά, μακάρι κι ας πάθω τρις χειρότερα! Κατόπιν:
Ο Ποσειδώνας δεν γελά, πάντα παρακαλούσε
Άρη να λύσει ο Ήφαιστος με τα ωραία έργα.
Του είπε και του φώναξε με φτερωμένα λόγια:
-Λϋσε... γι' αυτόν εγώ υπόσχομαι, καθώς εσύ προστάζεις
μπρος στους αθάνατους θεούς όλα να τα πληρώσει.
Έτσι του είπε κι όμορφα τού 'δωσε εξηγήσεις (ο Ήφαιστος):
-Εμένα σείστη Ποσειδών ετούτα μη διατάζεις
Πες κείνο που ακούγεται και ζήτα αυτό που παίρνεις.
Πως από σε και τους θεούς εκείνο να ζητήσω τους αθανάτους
έτσι που ο Άρης και λυθεί το χρέος θα ξεχάσει;
Τέλος το πήρε πάνω του ο Ποδειδών και είπε:
-Ήφαιστε ο Άρης κι αν χαθεί το χρέος κι αν ξεχάσει
φεύγοντας, εγώ ο ίδιος σε εσέ αυτά θα τα πληρώσω.
Σ' αυτόν απάντησε έπειτα ο ξακουστός τεχνίτης (λαμβάνοντας ωραίες εγγυήσεις):
-Δεν είναι και δεν γίνεται όχι να πεις σ' ετούτο."
Οδύσσεια θ' 343-358
Απ' όλους τους θεούς μόνο ο Ποσειδώνας δεν γελά αλλά ζητά από τον Ήφαιστο την απελευθέρωσή τους. Εκείνος ζητά εγγυήσεις, όχι βέβαια από τον Άρη, τέτοιο ζώον που είναι πως να τον εμπιστευθεί (μοιχάγρι). Ο Ποσειδώνας παίρνει πάνω του την ευθύνη και ο Ήφαιστος υποχωρεί. Τελικά:
κι εκείνοι όπως λύθηκαν απ' τα γερά δεσμά τους
πετάχθηκαν ευθύς ορθοί ο μεν να πάει στη Θράκη
η δε Αφροδίτη έφτανε με τσαχπινιά στην Κύπρον
ες Πάφον... όπου τα γλέντια κι ο ναός, βωμός με τις θυσίες".
Οδύσσεια θ' 359-363
Οδύσσεια θ' 367
Σε εποχή που η Μητριαρχική Κοινωνία είναι παρελθόν και έχει περιοριστεί εντός της οικίας, η τεχνική κι η εξυπνάδα (Δούρειος Ίππος) κατανικούν τον πόλεμο, που έγινε χάριν της διεκδίκησης γυναικών, και ζητούν συμμετοχή σ' αυτή τη διεκδίκηση (αρχικά το ωραίο φύλο ανήκε δικαιωματικά σ' αυτούς που ήταν τεχνίτες και χειρίζονταν τα μέσα παραγωγής). Οι Καλές Τέχνες παροτρύνουν το εμπόριο να έλθει στο προσκήνιο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Εκείνο ενδιαφέρεται παρά το όποιο κόστος. Από εδώ φαίνεται ότι οι Καλές Τέχνες έχουν περισσότερη επαφή με το εμπόριο παρά με τον πόλεμο.
...Και συνολικά ότι ο Όμηρος είναι ΚΑΙ κοινωνιολόγος.
Η Τεχνική κι η Εξυπνάδα ζητούν να αποζημιωθούν για το κακό που παράγει ο πόλεμος, αλλά γι' αυτό δεν υπάρχει εγγύηση, δηλαδή ότι ο πόλεμος θα μπορέσει να τις βοηθήσει. Έτσι μόνο μέσω της θαλάσσης, ίσως επιδρομών και πειρατείας, υπάρχει ελπίδα!
...Και τότε όλα μπαίνουν σε μια σειρά, ο πόλεμος μεταφέρεται στη Θράκη (Κίκονες), ενώ η Αφροδίτη πάει εκεί από όπου οι Αχαιοί αντλούσαν πολιτικοοικονομικά οφέλη, στην Κύπρο που παράγει χαλκό.
ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ του ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ
στο τελευταίο γεύμα. Τα λόγια εκείνα που συγκίνησαν τον Οδυσσέα, τον κατάλαβε ο Αλκίνοος και τον ανάγκασε να αποκαλυφθεί.:
Δημόδοκο απ' όλους τιμημένο. Τον τράβηξε, τον πέρασε
μέσω συνδαιτυμόνων, προς την κολώνα την ψηλή (την κεντρική κολώνα).
Τότε ο Οδυσσεύς τον κήρυκα προσφώνησε με σκέψη
κόβοντας μπούτι, αφήνοντας το άλλο το περίσσιο
απ' ένα χοίρο ασπρόδοντο με τρυφερό το λίπος:
-Κήρυξ, μετέφερε αυτό το κρέας για να φάει ο Δημόδοκος.
Του το προσφέρω με χαρά κι ας είμαι λυπημένος
ΔΙΟΤΙ ΑΠ' ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝΕ ΤΙΜΗ ΟΙ ΑΟΙΔΟΙ
ή
ΔΙΟΤΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ ΟΙ ΑΟΙΔΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝΕ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΗΘΟΣ,
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΑΥΤΟΥΣ ΕΔΙΔΑΞΕ Η ΜΟΥΣΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΛΗ ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΩΝ ΑΟΙΔΩΝ (Ομηρίδες)....
Και όπως είπε, ο κήρυξ αφού τό 'φερε το έβαλε στα χέρια
του ήρωα Δημόδοκου κι ετούτος δέχθηκε αυτό, χάρηκε η ψυχή του.
Πάνω στα έτοιμα φαγιά μπροστά τα χέρια απλώναν.
Κι αφού στο τέλος χόρτασαν πιοτί φαΐ χαρήκαν
τότε προς τον Δημόδοκο είπε με σκέψη ο Οδυσσέας:
τον ξύλινο ο Επειός κι η Αθηνά μαζί του (Δούρειος Ίππος),
με δόλο στην ακρόπολη που πήγε ο Οδυσσέας
γεμάτο άνδρες που αυτοί το Ίλιο κουρσέψαν.
Έτσι κι αυτά μ' ακρίβεια σε όλους περιγράψεις,
σε όλους τους ανθρώπους και εγώ θα λέω από 'δω κι εμπρός,
πως τη θεσπέσιά σου αοιδή ένας θεός προστάζει".
Οδύσσεια θ' 471-498
πιάνοντας από 'κει που οι μεν μες στα καλά καράβια
ανέβαιναν και έφευγαν αφού... καλύβες στη φωτιά οι Αργείοι παραδώσαν,
οι άλλοι κι ήδη μ' αρχηγό λαμπρό τον Οδυσσέα
ενέδρευαν στην αγορά των Τρώων μες στον Ίππο,
γιατί μες στην ακρόπολη οι Τρώες τον τραβήξαν.
Όταν τον τοποθέτησαν λέγαν μεγάλα λόγια
συσκέπτονταν γύρω απ' αυτόν, τρεις ήτανε οι απόψεις,
ή να περάσουν με χαλκό, παντού να τον τρυπήσουν
ή να τον ρίξουν στον γκρεμό τραβώντας τον στην άκρη
ή να τ' αφήσουν άγαλμα για τους θεούς να μείνει,
πράγμα που αιτία απ' αυτό έμελλε να χαθούνε.
Γιατί γραφτό ν' απολεσθούν αφού χαθεί η πόλη
στο Δούρειο μέγα Ίππο, όπου κρυφά οι καλύτεροι απ' όλους
τους Αργείους, που έφεραν το φονικό το θάνατο στους Τρώες.
Τραγούδαγε πως τα παιδιά των Αχαιών κατέκτησαν την πόλη
από τον Ίππο χύθηκαν, άφησαν την κρυψώνα.
Το χάος την καταστροφή τραγούδαγε της πόλης
τότε Οδυσσέας στην αρχή του Δηίφοβου ο σπίτι
πάτησε σαν τον Άρη, μαζί με τον Μενέλαο τον θεϊκό αντάμα.
Εκείθε ως είπε έπρεπε μεγάλη μάχη να τολμήσεις
και νίκη στη Μεγάθυμο Αθηνά (των Κεφαλλήνων) να χρωστάς.
Να πως τραγούδαγε ο αοιδός, ο ξακουστός. Ο Οδυσσέας τότε
έλιωνε, το δάκρυ απ' τα βλέφαρα στα μάγουλα κυλούσε..."
Οδύσσεια θ' 499-522
Ότι δηλαδή έπεσε η Τροία χάρη στο Δούρειο Ίππο, τα τρία διλήμματα των Τρώων, τις λεηλασίες και τη συγκίνηση του ακροατή (Οδυσσέα) απ' όλα τούτα, που έκλαιγε με μαύρο δάκρυ...
...Με μαύρο δάκρυ όπως οι άτυχες Τρωαδίτισσες (Τρωάδες) την ώρα των λεηλασιών γύρω από τα πτώματα των ανδρών τους: "ΩΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΕΛΕΕΙΝΟΝ ΥΠ' ΟΦΡΥΣΙ ΔΑΚΡΥΟΝ ΕΙΒΕΝ"
Και αυτές είναι οι συνέπειες του πολέμου:
τέτοιον που έπεσε μπροστά στα τείχη και στην πόλη
που υπερασπιζόμενος πατρίδα και παιδιά του κακιά τον πήρε μοίρα.
Κι εκείνη αυτόν πεθαίνοντας να ξεψυχά τον είδε
και με λυγμούς λιγοθυμά πάνω του σπαρταρώντας, κι οι άλλοι πίσω
κόβοντας ξύλα κι αυτήν στο σβέρκο και τους ώμους
την χτυπούν, με βία την τραβάνε πίκρες να βρει και βάσανα,
κι απ' τον αβάσταχτο καημό μάγουλα να στεγνώνουν.
Έτσι του Οδυσσέα πια, τα μάτια του μουσκεύαν..."
Οδύσσεια θ' 523-531
Συνεχίζεται εδώ: https://homericithaca.com/threads/6/ .