Ραψωδία ζ' - Ομηρική Σχερία είναι η Κέρκυρα
Το όνομα Σκιερία διασώζεται μέχρι σήμερα σε περιοχή κοντά στην Κέρκυρα και συγκεκριμένα στην απέναντι αλβανική ακτή. Πρόκειται για άλλη μια κλασική περίπτωση μετονομασίας όπου η αρχική πληροφορία για το όνομα εμπεριέχεται μέσα στο όνομα άλλης περιοχής. Έτσι έχουμε την σημερινή Αλβανία να ονομάζεται στη γλώσσα τους (στα αλβανικά SHQIPERIA (ΣΚΙΠΕΡΙΑ). Οπότε, αντιλαμβανόμαστε ότι η προέλευση του ονόματος ΣΚΙΠΕΡΙΑ έχει ομηρική – ελληνική και όχι αλβανική καταγωγή.
Η ακουστική (φωνητική) προσέγγιση που επιχειρούμε είναι η ακόλουθη:
Πρόκειται λοιπόν για εμφανή ακουστική ομοιότητα στην προφορά των δύο ονομάτων, όπου η μόνη διαφορά των δύο λέξεων είναι το γράμμα π (πι).
Αυτό το «π», που το γνωρίζουμε από τη γεωμετρία ως τον ασύμμετρο αριθμό 3,14159… που προκύπτει εάν διαιρέσουμε την περιφέρεια ενός κύκλου L δια του διπλάσιου της ακτίνας του (2R), από τον τύπο της Ευκλείδειας γεωμετρίας, φαίνεται να ρυθμίζει την κυκλική μετατόπιση των ονομάτων στην περιοχή αυτή του Ιονίου.
Στο χάρτη παρατηρούμε ότι από τα Σύβοτα (Μούρτος - Αιαίη) η Κίρκη, η κόρη του Ρα (Κίρκηρα – Κέρκυρα) μεταφέρει το όνομα και την ιδιότητά της στο νησί που σήμερα ονομάζεται Κέρκυρα, ακολουθώντας τη φορά των δεικτών του ρολογιού.
Ομοίως, η μυθική Σκιερία των Φαιάκων ακολουθώντας την ίδια φορά μετατοπίζεται στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, στη σημερινή Αλβανία, την οποία ονοματίζει σε Σκι(π)ερία – Σκιερία. Εντυπωσιακό είναι ότι επίκεντρο αυτού του υποθετικού κύκλου είναι ένα χωριό της Κέρκυρας, που ονομάζεται Στρογγυλή!
Εάν απεικονίσουμε στο χάρτη την κυκλική αυτή μεταφορά των Ομηρικών ονομάτων, θα παρατηρήσουμε ότι οι μετονομασίες αυτές μπορούν να αποδοθούν σε χαρτογραφικό υπόβαθρο. Έτσι, με κέντρο κύκλου το σημερινό Κερκυραϊκό χωριό «Στρογγυλή» και ακτίνα 28 χιλιομέτρων περίπου, παρατηρούμε ότι η περιφέρεια του κύκλου αυτού διέρχεται από την περιοχή του Μούρτου (νησί της Αιαίης), της Παλαιοκαστρίτσας και του Αγγελοκάστρου (περιοχή των Φαιάκων) και της σημερινής Αλβανίας. Οι συμπτώσεις είναι εντυπωσιακά πολλές για να περάσουν απαρατήρητες.
Η «Ελληνική Γεωγραφική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει για την Στρογγυλή, τον οικισμό της Κέρκυρας, ότι βρίσκεται σε υψόμετρο 60μ, στο νότιο τμήμα του νησιού προς την ανατολική ακτή, περίπου 18 χιλιόμετρα νότια της πόλης της Κέρκυρας.
Ιστορικές μαρτυρίες του νησιού, αναφέρουν, ότι η Στρογγύλη, που ανήκει στον Δήμο Μελιτειέων, έλκει το όνομά της από ένα μακρινό Βενετό κυβερνήτη που λεγόταν Rogile. Η φράση «πάμε στου Ρογγύλη» παραφράστηκε με την πάροδο των ετών και όπως ισχυρίζονται, μετατράπηκε σε «Στρογγύλη», ώστε σημειολογικά να δηλώνει πλέον το ασυνείδητο κέντρο της κυκλικής περιφοράς των ονομάτων στην περιοχή.
Πανεπιστημίου Denver Colorado. Πτυχιούχος Πολιτικός Μηχανικός.
Μπάμπης Κατσίμπας: Ραψωδία ι' - ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ – ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ
Υπάρχουν άραγε έμβια όντα με ένα μόνο μάτι; Και βέβαια όχι, διότι προφανώς, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, δεν θα μπορούσαν να έχουν τρισδιάστατη – στερεοσκοπική όραση που τους είναι απαραίτητη. Προφανώς λοιπόν δεν πρόκειται περί βιολογικού όντος, αλλά όπως πιστεύω για κάτι άλλο, όπως π.χ. για την προσωποποίηση ενός φυσικού φαινομένου.
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές και αλληγορίες και μάλιστα, μερικές φορές, χρησιμοποιεί όλα τα σχήματα του λόγου μαζί. Η παρομοίωση είναι ένας ποιητικός τρόπος εκφράσεως, ένα είδος ποιητικού παραλληλισμού με τον οποίον παρομοιάζεται η ενέργεια, η ιδιότητα ή η κατάσταση ενός πράγματος προς την ενέργεια ή ιδιότητα ή κατάσταση ενός άλλου πράγματος που παρουσιάζουν μεταξύ τους κάποια ομοιότητα ή έχουν κάποια κοινά στοιχεία. Την φύση δε και τον κόσμο που περιβάλλει τον άνθρωπον, ο Όμηρος την βλέπει όχι παθητικά, αλλά δυναμικά και δραστικά. Εντύπωση επίσης προκαλεί, ότι ο Όμηρος, αν και εκθέτει στα Έπη του ένα τεράστιο γνωστικό πεδίο, δεν αναφέρεται σε ένα πολύ γνωστό μετεωρολογικό φαινόμενο όπως οι κυκλώνες. Ίσως η προσωποποίηση του φαινομένου αυτού σαν «Κύκλωπες» να είναι το καλλίτερο υποκατάστατο στη λέξη αυτή. Ένα «Τρίτο μάτι» από τη δική μας σκοπιά, θα μας υποβοηθούσε ίσως στην αναζήτηση λύσεων. Ο Όμηρος πιστεύουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να βρει καλλίτερο παραλληλισμό για να παρουσιάσει τον γιό του Ποσειδώνα.
Ο ερευνητής Α. Μπονάρ, το νησί των Κυκλώπων, το αντιστοιχεί με τα νησιά των ηφαιστείων του Βεζούβιου ή της Αίτνας. Ο λόγος είναι, ότι τα ημιενεργά ηφαίστεια αυτά, πάντοτε προκαλούσαν το δέος των ναυτικών. Πάντως, η προσπάθεια για αποπροσωποποίηση του Κύκλωπα και απόδοσή του σε φυσικό φαινόμενο, ήταν προφανής στην φαντασία των ναυτικών, κατά καιρούς. Ο ερευνητής και συγγραφέας πάλι Σ. Μαγγίνας, στο έργο του « Ει Όμηρος τυφλός » παρουσιάζει λιθογραφία του F.I Schmied ο οποίος αποδίδει τον μονόφθαλμο Πολύφημο, σαν ηφαίστειο, όπως αρκετοί κατά την αρχαιότητα τον είχαν φανταστεί. Ετυμολογικά, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι, η λέξη «κύκλωψ», υποδηλώνει την κυκλοτερή (κυκλική) κίνηση. (κύκλος - όψις, κύκλωψ). Η Θ. Πολυμέρη αναφέρει ότι Κύκλωψ = ο έχων ένα στρογγυλόν οφθαλμόν, εκ των λέξεων κύκλος + ώψ. Ο κυκλώνας ή τυφώνας από, το αγγλικό “typhoon” το οποίο όμως πάλι με την σειρά του προκύπτει από την ελληνική λέξη «σιφώνιο αέρα» - σίφων.
Ο Όμηρος μας παρουσιάζει την «θεϊκή» καταγωγή των Κυκλώπων, όχι από τον Δία τον πατέρα θεών και ανθρώπων, αλλά από τον Ποσειδώνα. Ιδιαίτερα ο Πολύφημος, ο αγαπημένος γιός του Ποσειδώνα, που όπως φαίνεται από την ετυμολογική προσέγγιση του ονόματός του, θα ήτο πολύ γνωστός (Πολύφημος). Οπωσδήποτε όμως πιστεύουμε ότι θα συζητείτο ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών οι οποίοι και προφανώς είχαν ιδιαίτερο λόγο να φοβούνται τους κυκλώνες - κύκλωπες, γεννήματα της Θάλασσας / Θόωσας.
Η γέννηση ενός τυφώνα είναι πάντοτε ένα ενδιαφέρον θέμα. Ο Όμηρος επεξηγεί το φαινόμενο. Η Θόωσα, νύμφη, κόρη του Φόρκυνος που είναι κυρίαρχος στην πολυτάραχη θάλασσα, μετά από ερωτικό αγκάλιασμα με τον Ποσειδώνα σε βαθουλωτή σπηλιά, γέννησε τον Κύκλωπα Πολύφημο.
και επιμένει στην οργή του κατά του Οδυσσέα γιατί στέρησε
αυτός το μάτι του Κύκλωπα, του ισόθεου Πολύφημου, που είναι
ανώτερος στη δύναμη από όλους τους άλλους Κύκλωπες και
παιδί της νύμφης Θόωσας, της κόρης του Φόρκυνα,
κυρίαρχου του ανυπότακτου πελάγους
η οποία ήρθε σε επαφή με τον Ποσειδώνα σε βαθιές σπηλιές.
Από τότε λοιπόν ο ταλαντευτής της γης Ποσειδώνας
κι αν δεν σκοτώνει τον Οδυσσέα, τον πλανάει όμως στην ξενιτιά,
μακριά από τον τόπο του.»
( Ομήρου Οδύσσεια α 68-75 απόδ. Π. Γιαννακόπουλου )
Αν προσπαθούσαμε να αντιστοιχίσουμε τον Ποσειδώνα, την Θόωσα και την βαθουλή σπηλιά που συνετέλεσαν στην δημιουργία του κύκλωπα – κυκλώνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι αντίστοιχα ο Ποσειδώνας = ύλη και ενέργεια, η Θόωσα = η βαρύτητα και η βαθουλωτή σπηλιά = συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Για αυτό και οι κυκλώνες είναι κατακόρυφοι, λόγω ακριβώς της βαρυτικής δύναμης που ασκείται σ’ αυτούς (Θόωσα). Όσο για το γεγονός ότι οι Κύκλωπες ζούνε απομονωμένοι, αυτό βέβαια είναι αναμενόμενο με την δημιουργούμενη υποπίεση να καταλαμβάνει γεωγραφικά κάποιο χώρο, ώστε να είναι δύσκολο να συμπέσουν δύο κυκλώνες ταυτόχρονα. Η δε τύφλωση του Πολύφημου με το αναμμένο δαυλί ελιάς, μπορούμε να κατανοήσουμε, πως οι υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς δημιουργήσαν την υποπίεση που ήταν αρκετή να εξουδετερώσει το μάτι του κυκλώνα. Ο Όμηρος άλλη μία φορά κυριολεκτεί.
Ο Οδυσσέας παρουσιάζεται στον Πολύφημο ότι δήθεν το όνομά του είναι «Ούτις» = κανένας. Ο Κανένας με τύφλωσε, λέει αργότερα ο Πολύφημος στα αδέλφια του τους άλλους Κύκλωπες. (ι 366). «Ούτις» δηλ. ο κανένας με τύφλωσε, δηλ. κανένας δεν με τύφλωσε, ή ότι δεν υπάρχει κανένας Κύκλωπας. Πέρα λοιπόν από την προσωποποίηση του φυσικού φαινομένου των κυκλώνων την οποία ο Όμηρος χειρίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο, έχουμε ακόμα ένα δεδομένο. Τη λέξη «Ούτις – Κανένας». Ο Όμηρος μας λέει με τον κωδικοποιημένο τρόπο του ότι δεν υπάρχει Κανένας Κύκλωπας. Και ότι πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την αλληγορία και την προσωποποίηση που κρύβεται έντεχνα στον ομηρικό στίχο.
Οι τυφώνες - κυκλώνες όμως έχουν πάντοτε ονόματα, ακόμα και στη σημερινή εποχή.
Ένα πλήρως σχηματισμένο μάτι κυκλώνα μοιάζει με καμινάδα. Ο υγρός, θαλάσσιος θερμός αέρας ανεβαίνει στα τοιχώματά της με ελικοειδή κίνηση έως που φθάνει σε τέτοιο ύψος όπου, οι υδρατμοί, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας συμπυκνώνονται απελευθερώνοντας θερμική ενέργεια.
Η τυφώνες συνηθίζουν να σχηματίζονται πάντα τις μικρές πρωινές ώρες. Έτσι λοιπόν και ο Πολύφημος τα πρόβατα τα έβγαζε το πρωί για βοσκή.
(Ομήρου Οδύσσεια ι 315 απόδ Γ. Ζευγώλη)
Από τις καλλίτερες παρομοιώσεις του Ομήρου όπου ο κυκλώνας σφυρίζει και τον ακολουθούν τα πρόβατα / σύννεφα.
Αποφασίζουμε να κλείσουμε την μικρή αυτή παρέμβαση με μία ακόμη σημαντική λεπτομέρεια:
«Ύστερα σήκωσε (ο Κύκλωπας) ψηλά ένα μεγάλο, πελώριο βράχο και τον έβαλε στην πόρτα. Αυτόν ούτε εικοσιδυό γερά αμάξια με τέσσερεις τροχούς καθένα δεν θα μπορούσαν απ’ τη γη να τον μετακινήσουν.»
(Ομήρου Οδύσσεια ι 240-241 απόδ. Γ. Ζευγώλη)Ο Όμηρος δηλώνει, στο σημείο αυτό, με σαφήνεια την ισχύ σε ιπποδύναμη, ή όπως λένε σήμερα HP (Horse Power). Πόσο πιο καθαρά άλλωστε θα μπορούσε να το πει;
Συγγραφέας - ερευνητής
Μπάμπης Κατσίμπας: Ραψωδία λ' - ΑΔΗΣ
Τρία ποτάμια ρέουν στην περιοχή ρου Άδη, σύμφωνα με τον Όμηρο. Ο Αχέρων, ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός. Και τα τρία έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ονομασίες. Ετυμολογικά, ο ποταμός «Αχέρων» έχει εκτιμηθεί ότι προέρχεται από τη λέξη «άχος» = λύπη, δηλαδή, Αχέρων = χωρίς χαρά, ποταμός της λύπης. Είναι από τους πιο διάσημους ποταμούς παγκοσμίως λόγω του μεταφυσικού περιεχομένου των μυθολογικών πληροφοριών που κουβαλάει στα νερά του. Εξάλλου η ίδια η λέξη, «Αχέρων», δεν είναι τυχαία αφού τα συνθετικά της, «αχέα ρέων», δηλώνουν αυτόν που φέρνει τις πίκρες και τα δάκρυα. Λέγεται και Μαυροπόταμος. Άλλες ονομασίες του ποταμού είναι Φαναριώτικος και Καμαριώτικο ποτάμι.
Μετά είναι ο Πυριφλεγέθων, δηλαδή αυτός που φλέγεται από πυρ και τελευταίος αναφέρεται ο Κωκυτός, όπου η ετυμολογία του παραπέμπει σε θρήνους. (Κωκυτός < κωκύω (θρηνώ) ... ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι· ὄνομα δὲ τούτῳ ἐστίν, ὡς οἱ ποιηταὶ λέγουσιν, κωκυτός (Πλάτων «Φαίδων» 113c) …
Στην επίσημη έκδοση – Οδηγό του Υπουργείου Πολιτισμού για( “Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα” αναγράφονται τα παρακάτω εδάφια από τον Όμηρο. Μιλά η Κίρκη:
«… Ο βοριάς θα φέρει το καράβι σου σε ένα ακρογιάλι, στην άκρη του ωκεανού, όπου (υπάρχει) το πάναγνο άλσος της Περσεφόνης με τις πανύψηλες λεύκες και τις άκαρπες ιτιές (κ, 507 κ.ε.). Στο σημείο όπου ο Πυριφλεγέθων ποταμός και ο Κωκυτός, που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα με πολύ βουητό εκεί στη μέση είναι ένας βράχος με μια σπηλιά, η είσοδος στον Κάτω Κόσμο.
Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του (λ, 1 κ.ε.) βάζουν πλώρη για το ταξίδι (βαριά θλιμμένοι και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα». Σαν βασίλεψε ο ήλιος και πήρε να ισκιώνει, φτάνουν στο ακρογιάλι, στην πολιτεία των Κιμμερίων, όπου (βρίσκεται) ένα κάστρο (λ, 14 κ.ε.). Ο ήλιος δεν τους βλέπει, γιατί «σύγνεφο και αντάρα σκεπάζει τους άμοιρους θνητούς». Καθίζουν το καράβι στην αμμουδιά, βγάζουν έξω τα ζώα για τη θυσία και διασχίζοντας το άλσος της Περσεφόνης με τις πανύψηλες λεύκες και τις άκαρπες ιτιές φτάνουν εκεί, που τους είχε υποδείξει η Κίρκη».
Και συνεχίζει ερμηνεύοντας:
«Είναι αναμφισβήτητη η ομοιότητα της ερμηνεύοντας ομηρικής περιγραφής με το τοπίο της Αχερουσίας και του Αχέροντα με μόνη διαφορά ότι ο Όμηρος στην Οδύσσεια δεν κάνει λόγο για την Αχερουσία λίμνη. Το χαρακτηριστικό όμως για την Οδύσσεια σημάδι ήταν τα τρία ποτάμια, ο Πυριφλεγέθων που χύνεται στον Κωκυτό, και ο Κωκυτός που σμίγει με πολύ βουητό με τον Αχέροντα νότια του βράχου, στην κορυφή του οποίου αποκαλύφθηκαν το ελληνιστικό
νεκρομαντείο, κάτω από το νεκροταφείο και από τα ερείπια της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όπου το χωριό Μεσοπόταμος. Τα τρία αυτά ποτάμια είναι ο σημερινός Βουβός (Πυριφλεγέθων) και ο Μαύρος (Κωκυτός) που ενώνονται με τον Αχέροντα λίγες εκατοντάδες μέτρα νότια του ελληνιστικού νεκρομαντείου…»
Επίσης αναφέρει ότι «την ομοιότητα της Ομηρικής περιγραφής είχαν παρατηρήσει και οι αρχαίοι γεωγράφοι όπως ο Παυσανίας ( 1,17,5 ) ο οποίος σημειώνει:
«Μου φαίνεται ότι ο Όμηρος αυτούς τους τόπους είχε δει και τόλμησε να περιγράψει στην ποίησή του τη χώρα του Άδη και να δώσει στα ποτάμια εκείνα τα ονόματα των ποταμών της Θεσπρωτίας».
Ο Οδυσσέας λοιπόν ξεκινά για το βασίλειο του Άδη από το ανάκτορο της Κίρκης. Η Κίρκη που αγαπούσε και θαύμαζε τον Οδυσσέα, τον συμβουλεύει να κατεβεί στον Άδη, για να βρεθεί σε μια αχρονική κατάσταση όπου ο χρόνος δηλαδή θα έχει παγώσει. Εξ άλλου η λέξη “ψυχή” έχει την ίδια ρίζα με την λέξη “ψύχος” και θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι ο χρόνος εκεί είναι παγωμένος καθώς και οι ψυχές.(Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σαν σύγχρονο παράδειγμα την προσταγή Freeze = ακίνητος).
Όμως, η κάθοδος του Οδυσσέα στο βασίλειο του Άδη έχει συγκεκριμένο σκοπό και ο Όμηρος αναφέρει:
“..για να ζητήσετε χρησμό από την ψυχή του Θηβαίου Τειρεσία, του τυφλού μάντη, που ο νους του στέκει πάντοτε καλά. Σ’ αυτόν η Περσεφόνη χάρισε μυαλό, ώστε μονάχα αυτός να σκέπτεται συνετά, ενώ οι άλλοι σαν σκιές τριγυρίζουν”.
(Ομήρου Οδύσσεια 490 - 495 Απόδ. Γ. Ζευγώλη)
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για αυτά που περιγράφει ο Όμηρος για την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη. Η συγγραφέας Ενριέττα Μερτζ, θεώρησε ότι «ο Οδυσσέας προσβλήθηκε από υψηλό πυρετό και έφθασε στο χείλος του θανάτου, οπότε τα περί νεκρών και καθόδου στον Άδη αποτελούν παραλήρημα πυρετικό».
Έτσι, λοιπόν εκτίμησε ότι ο Οδυσσέας μέσα στο παραλήρημά του και ευρισκόμενος κοντά στον θάνατο, είχε οράματα της μητέρας του και άλλων…
Ο Ιβάρ Εκελάντ δίνει την δική του ερμηνεία, αναφερόμενος με έμφαση στην ιδιαιτερότητα της ψυχής του Τειρεσία σε σχέση με τις άλλες ψυχές στον στίχο κ 492 της Οδύσσειας ενώ ακόμα δίνει περισσότερες προεκτάσεις:
«Η Οδύσσεια αναφέρεται στην επιστροφή του Οδυσσέα και η μέρα αυτή μεταφέρεται όλο και μακρύτερα στο μέλλον. Έτσι ολόκληρο το ποίημα δεν παύει να στρέφεται προς το μέλλον......»
«Είναι πολλά τα περιστατικά στην Οδύσσεια που το παρελθόν και το μέλλον αναμειγνύονται τόσο έντονα, ώστε είναι δύσκολο να απαριθμηθούν. Ας θυμηθούμε, π.χ., τον Τειρεσία, τον από καιρό νεκρό μάντη. Είναι αυτός που οι αναμνήσεις του επεκτείνονται μακρύτερα απ’ όλων στο παρελθόν, πολύ πριν γεννηθούν οι πρωταγωνιστές του Τρωϊκού Πολέμου, είναι όμως και αυτός που βλέπει πιο μακρυά στο μέλλον, τότε που οι μνηστήρες θα είναι νεκροί και ο Οδυσσέας θα πρέπει να βαδίσει προς το εσωτερικό του νησιού μεταφέροντας ένα κουπί στους ώμους του, αναζητώντας την εξιλέωση.......»
Ο Ιβάρ Εκελάντ συνεχίζει:
«Την κρίσιμη στιγμή, καθώς αναφέρεται (στους Φαίακες) στην κάθοδό του στον Άδη, το βασίλειο των νεκρών, όπου πρόκειται να συναντήσει τον δολοφονημένο Αγαμέμνονα, διακόπτει τη διήγηση για να ζητήσει για μια ακόμη φορά την επιστροφή του: «Η αναχώρησή μου βρίσκεται στα χέρια τα δικά σας και των θεών».
Η ημέρα της επιστροφής, τότε που ο Οδυσσέας πατά το πόδι του ξανά στην Ιθάκη, είναι κεντρική για το ποίημα κατά πολλούς τρόπους. Περιέργως ο Οδυσσέας δεν θα δει το νησί του από μακριά και όλοι οι μάρτυρες του γεγονότος θα εξαφανιστούν. Κοιμάται όταν το πλοίο φθάνει στην Ιθάκη. Οι Φαίακες τον μεταφέρουν στην ακτή και φεύγουν. Ο Ποσειδώνας πετρώνει το πλοίο και το πλήρωμά του καθώς μπαίνει στο λιμάνι των Φαιάκων. Και όσο για τον Οδυσσέα, ξυπνά την επόμενη μέρα και βρίσκεται σε μια άγνωστη ακτή, κυκλωμένος από τα δώρα των Φαιάκων. Δεν αναγνωρίζει καν την πατρίδα του. Κρύβει τα υπάρχοντά του, μεταμφιέζεται σε ζητιάνο και βαδίζει προς το εσωτερικό. Δεν μένει ίχνος από την επιστροφή του Οδυσσέα. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι η τόσο πολυπόθητη στιγμή έχει τελικώς φθάσει.
Τι ωραίο σύμβολο! Η ακριβής στιγμή κατά την οποία το μέλλον γίνεται παρελθόν γλιστρά πάντα μέσα από τα χέρια μας.
Έτσι, ακόμα και όταν ο Οδυσσέας έχει ήδη φθάσει στην Ιθάκη, η επιστροφή του θα συνεχίσει να ανακοινώνεται σαν να επρόκειτο να συμβεί στο μέλλον. Υπάρχουν οιωνοί και προφητείες μέχρι το τέλος: ο μάντης Θεοκλήμενος προβλέπει τη σφαγή των μνηστήρων λίγο πριν όντως αρχίσει αυτή.”
Ας επανέλθουμε όμως στη σημερινή γεωγραφία. Από τουριστική καταχώρηση της περιοχής σε εφημερίδα με τίτλο ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ - Οι πύλες του Άδη ανασύρουμε:
«Λίγα χλμ. πριν την Πάργα, στο μικρό παραλιακό χωριό Αμμουδιά, ο Αχέροντας χύνεται στη θάλασσα μ΄ένα σιγανό μουρμουρητό. Σύμφωνα με την Οδύσσεια, εδώ είναι η είσοδος για το χθόνιο βασίλειο της Περσεφόνης. Κοντά στις εκβολές του ποταμού βρίσκονται το Νεκρομαντείο, ο τόπος όπου οι ψυχές επικοινωνούσαν με τους ζωντανούς και αποκάλυπταν το μέλλον. Η λίμνη Αχερουσία απλώνονταν τότε στη μέση όπου σήμερα βρίσκεται η εύφορη πεδιάδα κι ο επισκέπτης των νεκρών, τη διέσχιζε με βάρκα πριν οδηγηθεί στα σκοτεινά μονοπάτια του Νεκρομαντείου. Το επιβλητικό και σκυθρωπό ιερό του Αδη βρίσκεται στη κορυφή ενός βράχου. Βορειοανατολικά βρίσκεται μια πόρτα που οδηγεί στον διάδρομο όπου σε μικρά αγγεία καίγανε τις σάρκες των ζώων που είχαν θυσιαστεί. Οι σκοτεινοί διάδρομοι που οδηγούν στο ιερό, συμβολίζουν την περιπλάνηση της ψυχής στα ερέβη, μέχρι να φθάσει στο βασίλειο των νεκρών. Στο κεντρικό ιερό άφηναν τις προσφορές στην Περσεφόνη ενώ στις διπλανές αίθουσες τοποθετούσαν προσφορές για τις ψυχές των νεκρών που ήταν συνήθως δημητριακά σφραγισμένα μέσα σε δοχεία. Σύμφωνα με μια αποτρόπαιη συνήθεια, οι προσκυνητές έπρεπε να περάσουν από την ιεροτελεστία του λιθοβολισμού, ενώ για την έξοδό τους έπρεπε να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό μονοπάτι. Από το Μεσοπόταμο, το χωριουδάκι όπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο συναντάμε ξανά το ποτάμι στη γέφυρα της Γλυκής. Το νερό εδώ κυλάει ορμητικό και θορυβώδες, ενώ τεράστια πλατάνια σκίζουν τις όχθες του. Ανεβαίνοντας προς τα χωριά του Σουλίου στον παραπόταμο του Αχέροντα τον Τσαγκαριώτικο βρισκόμαστε σε ένα μαγικό τοπίο με δέντρα και βρύα που σκεπάζουν τους πέτρινους τοίχους ενός παλιού νερόμυλου, ενώ τα νερά του ποταμού βγαίνοντας από την πηγή πέφτουν με δύναμη πάνω στις μυλόπετρες. Στις όχθες η βλάστηση οργιάζει ενώ από τις πέτρες ξεπηδάνε ρυάκια...κλπ”
Αυτό είναι και το πρώτο σημείο που εντοπίστηκε επί του εδάφους από τα μέρη που αναφέρονται στα Έπη και ήταν η τοποθεσία του Ομηρικού Άδη.
H Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μεταβεί εις
“..Αίδαου δόμους και επαινής Περσεφονίης..” ( κ 488 )
Όπως υπάρχουν τα Τάρταρα για τους διάφορους θεούς, έτσι υπάρχει και ο Άδης για τους θνητούς. Το περιβάλλον της διαμονής των δεν χαρακτηρίζεται καλό, τουλάχιστον όχι από όλους. Ο Αχιλλέας δηλώνει στον Οδυσσέα πως θα προτιμούσε να ήταν ζωντανός κι ας ήταν και δούλος σε φτωχό αφέντη…
«Μη θές να με παρηγορήσεις για το θάνατο, έξοχε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να είμαι ένας αγρότης και να παίρνω μισθό δουλεύοντας σ’ άλλον, άνθρωπο φτωχό, που δε θα είχε μεγάλη περιουσία, παρά να βασιλεύω σ’ όλους τους νεκρούς του Κάτω κόσμου. Μα έλα, δώσε μου καμιά πληροφορία για το λαμπρό μου παιδί. Ήρθε στις μάχες και πολεμούσε ανάμεσα στους πρώτους, είτε όχι. Πες μου αν έχης μάθει τίποτα και για τον ασύγκριτο Πηλέα, είναι ακόμα τιμημένος μέσα στο πλήθος των Μυρμιδόνων, ή μήπως τον περιφρονούν στην Ελλάδα και στη Φθία, έτσι που τον βρήκαν τα γεράματα σε χέρια και σε πόδια. Μακάρι εγώ να πήγαινα για βοήθειά του με τις ακτίνες του ήλιου , και να είμαι τέτοιος, όπως κάποτε στην απλόχωρη Τροία σκότωνα γενναίους στρατιώτες, υπερασπίζοντας τους Αργείους. Έτσι να πήγαινα, έστω για λίγο, στ’ ανάκτορα του πατέρα μου. Τότε θα έκανα κάποιους να φοβηθούν τη δύναμή μου και τα αντρειωμένα χέρια μου, εκείνους που τον στενοχωρούν και τον εμποδίζουν από τις τιμές.»
(λ 488-503 απόδ..Ζευγώλη)
Θυμίζει κατά κάποιον τρόπο δαντική κόλαση. Ο Δάντης, παρεμπιπτόντως, παρά τις αντιδράσεις για το Όμηρο στην εποχή του, χαρακτήριζε τον Όμηρο «αριστοτέχνη της ποίησης, ανώτερο όλων των ποιητών».
Ο Ελπήνωρ ξεδιπλώνει την γεωγραφία του Ομήρου.
Υπάρχει όμως ένας ομηρικός ήρωας, αντιήρωας μάλλον, του οποίου η παρουσία και οι δράσεις είναι σημαντικές για να “ξεδιπλωθεί” μπροστά μας η γεωγραφία του Ομήρου. Αυτός είναι ο Ελπήνωρ.
Ο Ελπήνωρ δεν ήταν απ τους διακριθέντες ήρωες των επών, ήταν περισσότερο ένας αντιήρωας, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες και αρετές. Το όνομά του δεν αναφέρεται καθόλου στην Ιλιάδα, ούτε φαίνεται πως συμμετείχε ουσιαστικά στην έκβαση κάποιας μάχης. Μόνο στην Οδύσσεια γίνεται λόγος για το θάνατο, τη ματαιοδοξία και τον χαρακτήρα του. Ήταν τύπος φιλήδονος, επιρρεπής στις απολαύσεις και φυγόπονος. Ο Όμηρος λέει γι αυτόν, πως σκοτώθηκε άδοξα από δικό του φταίξιμο, όταν μεθυσμένος μετά από γλέντι στο παλάτι της Κίρκης, έπεσε απ την ταράτσα του παλατιού, όπου κοιμόταν και σκοτώθηκε ακαριαία. Η Κίρκη φαίνεται να αδιαφορεί για τους μεθυσμένους συντρόφους του Οδυσσέα και για τον Ελπήνορα φυσικά. Διαφορετικά θα τον είχε προειδοποιήσει να μην κοιμηθεί στην ταράτσα.
«Υπήρχε κάποιος Ελπήνωρ, πάρα πολύ νέος, ούτε πολύ γενναίος στον πόλεμο ούτε με σωστά τα μυαλά του, που προς λύπη μου μακριά από τους συντρόφους, επειδή επιθυμούσε δροσιά, στα ιερά ανάκτορα της Κίρκης κοιμήθηκε από το πολύ κρασί. Επειδή δε άκουσε το θόρυβο των συντρόφων που κινούνταν σε ομάδες, ξαφνικά σηκώθηκε και λησμόνησε στο μυαλό του να κατέβει πίσω, αφού βαδίσει στη μακριά σκάλα, αλλά κατευθείαν από τη στέγη έπεσε. Κόπηκε ο λαιμός του από τους σπόνδυλους και η ψυχή του κατέβηκε στον Άδη».
(Οδύσσεια λ 552-560 απόδ. Π. Γιαννακόπουλου)
Στο δραματικό αυτό συμβάν ο Παντελής Μπουκάλας σχολιάζει:
«Βαρύς ο λογαριασμός: μια ψυχή για λίγο «ψύχος», λίγη δροσιά. Ο Όμηρος, ιδρύοντας αυτήν τη σχεδόν αλγεβρική σχέση, δεν υπακούει στην ομοιοηχία των δύο κρίσιμων λέξεων μα στην τραγική ομολογία τους όσα ειπώθηκαν αργότερα περί του ματαίου της ανθρώπινης ζωής και της μικρότητάς της, σ’ αυτούς τους στίχους θεσπίζονται. Ένα αεράκι η ψυχή….»
Παρά ταύτα, έχει χυθεί διαχρονικά πολύ μελάνι από ερευνητές και λόγιους για να κατανοήσουν το χαρακτήρα και το ρόλο του, λες και το φάντασμά του τους στοιχειώνει. Ο Ελπήνωρ ανασταίνεται για πρώτη φορά στην παγκόσμια λογοτεχνία από τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ το 1917 (συμπτωματικά είναι και το έτος γέννησης του Τάκη Σινόπουλου) με το γνωστό ποίημα ‘‘Canto’’, το οποίο μεταφράζει στα Ελληνικά ο Γιώργος Σεφέρης το 1939. Στην Ελλάδα είναι ο Τάκης Σινόπουλος που καθιστά δική του ποιητική μορφή τον μυθικό ήρωα Ελπήνορα. Είναι η πρώτη φορά που το όνομα Ελπήνωρ απαντάται στην Ελληνική ποίηση. Αρκετοί ερευνητές του Ομήρου έχουν εντοπίσει, ότι ο Όμηρος αφιερώνει πενήντα (50) στίχους, σε σύνολο των 12.110 στίχων της Οδύσσειας, για να αναφέρει τις δραστηριότητες του Ελπήνορα, του οποίου το όνομα αναφέρει τέσσερις (4) φορές και συγκεκριμένα στους στίχους κ 552, λ 51, λ 57, και μ 10 της Οδύσσειας.
Κατεβαίνοντας στον Άδη, ο Οδυσσέας συναντά πρώτη την ψυχή του Ελπήνορα. Ο Ελπήνωρ ήταν συμπολεμιστής από την Ιθάκη και ναύτης στο καράβι του Οδυσσέα. Σκοτώθηκε όπως έπεσε μεθυσμένος από την ταράτσα του παλατιού της Κίρκης. Ο Ελπήνωρ του ζητάει, όταν γυρίσει πίσω στην Κίρκη, να του φτιάξει ταφικό μνημείο και να τον θάψει, όπως και έγινε. Ο Ελπήνωρ δεν χρειάζεται να πιει αίμα για να αναγνωρίσει τον επί γης αρχηγό του τον Οδυσσέα. Η ψυχή του είναι μόλις πριν από λίγο φερμένη στον Άδη και τα πρόσωπα και τα γεγονότα του είναι πρόσφατα. Ίσως ο χρόνος των 40 ημερών από θανάτου προσώπου να είναι η μεταβατική περίοδος που απαιτείται για την πλήρη ένταξη της ψυχής στη νέα διάσταση, όπως άλλωστε έχει επικρατήσει στις θρησκευτικές δοξασίες.
Ο Κ. Μοσχόπουλος συνδέει λογοτεχνικά το φυσικό με το υπερβατικό για την περίπτωση του Ελπήνορα:
«Τώρα η επίγεια περιπλάνηση του ήρωα θα διακοπή προσωρινά, για να δώση τη θέση της στην υποχθόνια … Και το σκηνικό θ’ αλλάξη. Μέσα στον σκοτεινό προθάλαμο του Κάτω Κόσμου οι αέρινες ψυχές περιφέρονται κοπαδιαστά. Ο Οδυσσέας στέκεται ψύχραιμος, με σπαθί ξεγυμνωμένο μπροστά σ’ ένα λάκκο γεμάτο από αίμα ζώων και ξεχωρίζει τις ψυχές, που επιθυμεί να πιουν, για να αναγνωρίσουν.
Πρώτα θα μιλήση με την ψυχή του ναύτη Ελπήνορα, που ζητά να θαφτή το κορμί του, για να μπορέση ν’ αναπαυτεί στον Άδη:
«Θεού βουλή κακιά μ’ αφάνισε και το κρασί το πλήθιο!», λέει στον έκπληκτο Οδυσσέα που αγνοεί, όπως είναι ευνόητο, το δυστύχημα».
Ο Ελπήνωρ προφητεύει και δίνει οδηγίες. Οι ψυχές των νεκρών ευρισκόμενες σε άλλη διάσταση δεν υπόκεινται σε περιορισμούς του χωροχρόνου και μπορούν να πηγαινοέρχονται στο παρελθόν και στο μέλλον και άρα να είναι σε θέση να προφητεύουν όπως, στην προκειμένη περίπτωση, η ψυχή του απλοϊκού Ελπήνορα, ο οποίος δεν αναφέρεται, να είχε εν ζωή κάποιο ιδιαίτερο προφητικό χάρισμα.
«γιατί ξέρω, πως άμα φύγεις από δω από τ’ ανάκτορα του Άδη, θα πιάσεις με το ομορφοκαμωμένο σου καράβι στο νησί Αιαία. Εκεί τότε βασιλιά μου σε παρακαλώ να με θυμηθείς και μένα. Μη μ αφήνεις αθρήνητο κι άταφο και φύγεις μακριά, γιατί φοβάμαι μήπως βρεθώ αφορμή να θυμώσει μαζί σου κανένας από τους θεούς, παρά να με κάψεις μαζί με τα όπλα που μου βρίσκονται και να μου χτίσεις μνήμα πάνω στην αμμουδιά της αφρισμένης θάλασσας για να μάθουν την κακοτυχιά μου κι οι ερχόμενες γενιές. Αυτά να μου κάμεις και πάνω στο μνημούρι μου να ορθώσεις ένα κουπί, εκείνο που κράταγα και κωπηλατούσα, σαν ήμουν ζωντανός ανάμεσα στους συντρόφους. Έτσι μίλησε κι εγώ απαντώντας του είπα:
Αυτά, δυστυχισμένε, θα τα κάμω για χατήρι σου ως την τελευταία λεπτομέρεια».
Ο Ελπήνωρ φαίνεται πως λογαριάζει πολύ την υστεροφημία και ζητά από τον Οδυσσέα, αφού γυρίσει με το καράβι του στο νησί της Αιαίης, να αναλάβει τη σωρό του και να την κάψουν και μετά να τη θάψουν. Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση είναι ότι ζητά να του φτιάξουν μνήμα πάνω απ το σημείο της στάχτης και να τοποθετήσουν και το κουπί του, ώστε να είναι ορατός ο τόπος αυτός για να τον μνημονεύουν οι άνθρωποι.
ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου στο περιγιάλι της θαλάσσης
-ενός που η δυστυχία τον τσάκισε, να βλέπουν οι μελλούμενοι
και να με μνημονεύουν».
Ο Γ. Σαββίδης αναλύει:
«Ο Οδυσσέας τήρησε την υπόσχεσή του και με το χάραμα της άλλης μέρας το σώμα του Ελπήνορα τάφηκε και η ψυχή του στον Άδη ησύχασε. Κι αν η ταφή του έγινε με καθυστέρηση μιας περίπου μέρας, η «ανάσταση» του Ελπήνορα συντελέστηκε 28 αιώνες αργότερα, όταν το 1917 διακόπηκε η λογοτεχνική του νάρκη από τον Ezra Pound :
Ο στίχος αυτός, στην παράφραση του Πάουντ θα μπορούσε να ήταν επιτύμβια επιγραφή, ίσως προφητική:
«A man of no fortune and with a name to come».
«Όταν το καράβι άφησε τα νερά του Ωκεάνιου ποταμού, κι έφθασε στα κύματα της απλωμένης θάλασσας και στο νησί Αιαία, όπου βρίσκεται η κατοικία της ξημερωγεννημένης Αυγής και τα χοροστάσια κι οι τόποι όπου βγαίνει ο Ήλιος, εκεί σαν ήρθαμε, αράξαμε το καράβι στην αμμουδιά, και βγήκαμε κι οι ίδιοι στην ακρογιαλιά. Τότε αποκοιμηθήκαμε περιμένοντας τη θεϊκή Αυγή. Μα σαν φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή που γεννιέται με τα ξημερώματα τότε πια εγώ έστελνα τους συντρόφους στ ανάκτορα της Κίρκης για να φέρουν το νεκρό, δηλαδή τον πεθαμένο Ελπήνορα.
Κόψαμε γρήγορα κορμούς δέντρων, απ την πιο μακρινή ακρούλα της απότομης ακρογιαλιάς, και του κάναμε την ταφή γεμάτοι θλίψη χύνοντας άφθονα δάκρυα. Κι όταν κάηκε ο νεκρός και τα όπλα του, στήσαμε μνήμα και βάλαμε πάνω νεκρική στήλη και κατάκορφα στο μνήμα στερεώσαμε ένα καλόπιαστο κουπί».
Ο διάλογος στον Άδη μεταξύ του Οδυσσέα και της ψυχής του Ελπήνορα είναι αποκαλυπτικός. Πέρα από το ότι αποτελεί ένα ψυχογράφημα του Ελπήνορα, αντλούμε παράλληλα και σπουδαίες γεωγραφικές πληροφορίες για την τοποθεσία του νησιού της Κίρκης (Αιαίη). Επίσης για την απόσταση και την κατεύθυνσή του από τον Άδη :
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πως έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι».
(Οδύσσεια λ 51- 59 απόδ. Δ. Μαρωνίτης)
Η ερώτηση του Οδυσσέα προς τον Ελπήνορα «Ελπήνορα, πως έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι; με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι ;» υποδηλώνει ότι η απόσταση από το παλάτι της Κίρκης μέχρι το βασίλειο του Αϊδονέα στον Κάτω Κόσμο δεν θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Θα ήταν τέτοια, που θα δικαιολογούσε τη χρήση του πλοίου, αλλά ταυτόχρονα και τη δυνατότητα από ένα γυμνασμένο στρατιώτη, όπως ήταν οι Αχαιοί αλλά και σχετικά νέο, όπως ο Ελπήνωρ, να μπορεί να τη διασχίσει με τα πόδια. Η απόσταση αυτή εκτιμάται στα περίπου 30 χιλιόμετρα. Είναι λοιπόν τέτοια που ανταποκρίνεται και στις δύο εκδοχές, στην πεζοπορία αλλά και στη χρήση του πλοίου. Ο Όμηρος μας διαφωτίζει και για την κατεύθυνση του πλοίου από το νησί της Κίρκης μέχρι τον Άδη:
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου
να στήσεις μόνο το κατάρτι να ανοίξεις τα λευκά πανιά
και φτάνει το πλοίο θα αρμενίσει με του βοριά το φύσημα».
(Οδύσσεια κ 505 – 508 απόδ. Δ. Μαρωνίτη).
«….να βάλεις το κατάρτι και να κάτσεις, αφού ανοίξεις τ’ άσπρα πανιά. Το φύσημα του
Βοριά θα σου κυβερνάει το πλοίο».
(Οδύσσεια κ 506 - 507 απόδ. Γ. Ζευγώλη).
Το «φύσημα του Βοριά» υποδηλώνει ότι η κατεύθυνση του πλοίου είναι από βορρά προς νότο και κατ’ επέκταση η τοποθεσία του νησιού της Κίρκης είναι βορειότερη από αυτήν του Άδη, διότι όπως είναι κατανοητό, με βόρειο ούριο άνεμο ακολουθείται νότια πορεία. Η Υδρογραφική Υπηρεσία Ναυτικού (Υ.Υ.Ν.) επισημαίνει επίσης, ότι οι επικρατούντες άνεμοι κατά τη διάρκεια του θέρους για την περιοχή είναι οι βορειοδυτικοί και οι δυτικοί (σελ. 62). Επομένως, καθίσταται σαφές ότι το παλάτι της Κίρκης όπως και ο τάφος του Ελπήνορα θα πρέπει να βρίσκονται βορειότερα και σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από τον Άδη.
O Σουηδός Willy Kyrklund μπαίνει στο «πετσί» του Ελπήνορα και περιγράφει συναισθήματα και περιπέτειες του Ομηρικού αντιήρωα, όπως αυτός τα φαντάζεται. Δημιουργεί έτσι την δική του εκδοχή της Οδύσσειας, παρακαταθήκη στη Σουηδική λογοτεχνία. Ανάμεσα σε άλλα, παρουσιάζει τον Ελπήνορα να απευθύνεται στους μελλοντικούς ταξιδιώτες:
«Ξένε, ταξιδεύεις στη θάλασσα που αγκαλιάζει τη στεριά και οδηγεί την πορεία σου προς τον σκοπό σου – άκου τον άνεμο στο όνομά μου. Με έλεγαν Ελπήνορα. Ποτέ δεν έπλευσα κουβαλώντας ελπίδες όπως κι εσύ».
Και συνεχίζει τον διάλογο του Ελπήνορα με τον Οδυσσέα:
«… - παρ’ όλο που ο δρόμος για το νησί της Κίρκης είναι μακρύς, θα επιστρέψω το δίχως άλλο και θα φροντίσω για την περιποίηση και το κάψιμο του κορμιού σου. Πάνω στο μνήμα σου θα υψώσουμε ένα σωρό και στην κορφή θα στήσουμε το κουπί σου. Θα τα τακτοποιήσω αυτά όσο πιο γρήγορα μπορώ. Στο ακρωτήρι πέρα θα υψώνεται ο τύμβος, σημάδι που ξεκάθαρα θα φαίνεται πάνω απ’ τον αφρό των κυμάτων. Κωπηλάτες που θ’ αναζητούν απάγκιο μακριά από καταιγίδες κατοπινών καιρών θα ρωτούν:
«Ποιος κρατούσε το κουπί αυτό άραγε;» Κι η απάντηση ίσως είναι: «Κάποιος που ήταν στην Τροία κι αυτός. Ένας νέος που Ελπήνορα τον λέγανε».
Ο Kyrklund, γράφει ο Παπαγεωργίου, ακολουθεί ένα τέτοιο δρόμο, όπου στο δραματικό, στο μυθικό στοιχείο αντιτάσσει το ιστορικό-αρχαϊκό, με κάποια νοσταλγία αχρονικής απλότητας…. Επίσης ο Kyrklund, παρουσιάζει τέλος στο ευρηματικό λογοτεχνικό του έργο τον Ελπήνορα να μονολογεί:
«Μαζί μου έφερα το όνομά μου. Ο πατέρας μου μού έδωσε το όνομα Ελπήνωρ που ελπίδα σημαίνει. Ελπίδα τίνος; Δικιά του ή δικιά μου; Το όνομα πάντως είναι ωραίο και δικό μου. Παρηγοριά μου ήταν πολλές φορές. Ακόμα κι εγώ έχω ένα όνομα».
Ο Γ. Σαββίδης στο έργο του «Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα» αναφέρει ότι «ο σπαρακτικός σύντροφος του Οδυσσέα απασχόλησε ξένους ποιητές και πεζογράφους της ολκής του Έζρα Πάουντ, του Ζιρωντού, του Τζόυς ή του Μακ Λής.»
Και συνεχίζει :
«Ο Ελπήνωρ λοιπόν ενώ ξεκίνησε από την Οδύσσεια, ως ένας σπαραχτικός «μη ήρωας», ένας χαμένος στις απέραντες παραγράφους της ιστορίας, ύστερα από σκιώδη επιβίωση τουλάχιστον 19 αιώνων ως μία από τις πολυάριθμες αναφορές στον Όμηρο, ξαφνικά ξαναπαίρνει ενεργό μέρος στο μύθο του Οδυσσέα, σε χρόνια κατεξοχήν αντιηρωικά».
Ο Π. Μπουκάλας σε άρθρο του συμπληρώνει στον Καζαντζάκη την ανάλυση για τον Ελπήνορα:
«Αυτός δεν είχε το προνόμιο να λάβει το μώλυ από τον Ερμή, όπως ο Οδυσσέας για να γλιτώσει απ τα μαγιοβότανα της Κίρκης. Μεθυσμένος, ίσως, από τη χαρά του που ξανάγινε άνθρωπος, ανέβηκε στο ανώι της Κίρκης αναζητώντας δροσιά (ψύχεος ιμείρων). Σ αυτόν τον ίμερο κληρώθηκε η ψυχή του, έναν ίμερο απλό, εφικτό, στα μέτρα του. Αλλά ο δικός του νόστος, η επιστροφή του δηλαδή στο ανθρώπινο είχε γραφεί θανάσιμος.»
Ο κλασσικός φιλόλογος Cedric Whitman 1916–1979 γράφει για τον Ελπήνορα και τον Ευρύλοχο:
«Δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέα προβάλλουν ως άνθρωποι: Ο νέος, ο απρόσεχτος και άμοιρος Ελπήνωρ και ο προπετής, νηφάλιος και κάπως ανυπόταχτος Ευρύλοχος. Οι υπόλοιποι είναι ατμός. Συχνά λέγεται πως τα πρόσωπα της Οδύσσειας είναι τύποι και μερικά από αυτά είναι. Αλλά είναι κατά κανόνα τύποι που αντιπροσωπεύουν κάτι από την ανθρώπινη εμπειρία…»
Αλλά οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα δεν περιορίζονται στο πεδίο της λογοτεχνικής ανάπλασης. Ο Ελπήνωρ έχει γίνει στις μέρες μας λογοτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα εκδοτικού οίκου, όνομα βιβλιοπωλείου, καταστήματος τουριστικών ειδών, ακόμα δε και όνομα μεζεδοπωλείου. Τραγική σύμπτωση αποτελεί το γεγονός πώς ο ιδιοκτήτης του εν λόγω μεζεδοπωλείου (Οδυσσέας Λεοντιάδης, πρώην ναυτικός) σκοτώθηκε οδηγώντας σε κατάσταση μέθης. Ας σημειωθεί δε ότι και άρθρο της Καθημερινής (14/7/96) με τίτλο «νέοι Ελπήνορες» αναφέρεται στο μεγάλο αριθμό θανάτων στην Ελλάδα από τροχαία ατυχήματα λόγω μέθης.
Ετυμολογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το όνομα Ελπήνωρ προέρχεται από το ελπ(έ)ω +ανήρ ή από το ελπίζω +άνδρας , ο ελπιδοφόρος ( αυτός που ελπίζει) ή ακόμα από το, ελ και πήνη = νήμα δηλ. ηλιαχτίδα+ ώρα, ίσως επειδή αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είδε πριν πεθάνει, εκείνο το πρωί όταν άνοιξε τα μάτια του.
Θα ήταν αδύνατον βέβαια, να έχει διατηρηθεί στην πάροδο των χιλιετιών τόσο το πέτρινο μνημείο, που ζήτησε ο Ελπήνωρ από τον Οδυσσέα, πολλώ δε μάλλον το ξύλινο κουπί, αλλά επειδή πιστεύουμε στη διαχρονική σημειολογία του Ομήρου, αναζητούμε ένα άλλο σημάδι στην περιοχή, εντυπωσιακά ορατό, που παραπέμπει έμμεσα σ αυτό, που επιθυμούσε ο άτυχος αντιήρωας.
Ο φάρος του Μούρτου (των Συβότων) κατασκευάστηκε το 1884 από την Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών φάρων και είναι πέτρινος (λίθινος) όπως άλλωστε και το μνημείο που ήταν η μεταθανάτια επιθυμία του Ελπήνορα . Το ύψος του πύργου του είναι 14 μέτρα και το εστιακό του ύψος είναι 87 μέτρα. Η πρόσβαση στον φάρο γίνεται με βάρκα από τα Σύβοτα. Εντάχθηκε στο Ελληνικό φαρικό δίκτυο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.
Tα Σύβοτα είναι γνωστά από την κλασική αρχαιότητα από την περιβόητη ναυμαχία των Συβότων το 433 π.Χ. μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων. Τα δύο καταπράσινα νησάκια στην είσοδο του όρμου του Μούρτου από το όνομα του πειρατή που το είχε κάνει ορμητήριό του θεωρούνται σύμφωνα με την παράδοση ως τα Σύβοτα νησιά που αναφέρει ο Θουκυδίδης.
Ο φάρος των Συβότων ήταν ο πιο σημαντικός φάρος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 περίπου.
Η Υδρογραφική Υπηρεσία του Ναυτικού μας ξεναγεί στο νησί του Μούρτου:
«Η νησίς Σύβοτα ή Μούρτος ή και Μαύρο όρος ή και Μούρτζο, ύψους 118 μέτρων, ευρίσκεται 2,5 περίπου μίλια νοτιώτερον της παρά το νοτιοδυτικόν όριον του όρμου Πλαταριάς βραχονησίδος Ξερονήσι ή Ιερονήσι (σημ. συγγραφέα εκ του Ιέραξ – γεράκι- Κίρκος - Κιρκινέζι) και αποτελεί το ανατολικώτερον του νότιου στενού της Κερκύρας. Ευδιάκριτος από το σκοτεινόν χρώμα της, βραχώδης και κεκαλυμμένη με πυκνήν βλάστησιν, αποτελεί καλόν σημείον αναγνωρίσεως δια τα σκάφη τα εισπλέοντα από Νότου προς τον δίαυλον της Κερκύρας. Ήμισυ περίπου μίλιον ανοικτά των εξωτερικών ακτών της τα βάθη είναι μεγάλα. Περί τα 200 δε μέτρα εσωτερικώς του βορειοτέρου ορίου της και επί λευκού πύργου υπεράνω της κατοικίας των φυλάκων έχει τοποθετηθεί αυτόματος φάρος (0280 – Ε3886) το φως του οποίου είναι ορατόν εις τον τομές των 283ο , μεταξύ των από θαλάσσης διοπτεύσεων 313ο έως 236ο.»
«..Το 1884 επί της νήσου Συβότων Μαύρο Όρος ιδρύθηκε μεγάλος φάρος δια την διευκόλυνσιν της ακτοπλοΐας την νύκτα. Ο Φάρος αυτός κείται εις 39ο24 βορείου πλάτους και 20ο14 ανατολικού μήκους. Εις ύψος 282 ποδών είναι ορατός από αποστάσεως 20 μιλίων. Ρίπτει λευκάς αναλαμπάς ανά 30 λεπτά της ώρας η δε διάρκεια εκάστης αναλαμπής είναι 9 λεπτά της ώρας (Βλ. υδρογραφικόν χάρτην).»
Το κουπί και ο φάρος είναι και τα δύο μέσα ναυσιπλοΐας! Στη θέση του μνημείου λοιπόν υπάρχει πέτρινος φάρος και στη θέση του κουπιού υπάρχει ο προβολέας. Ο συμβολισμός, ο οποίος επήλθε αρκετούς αιώνες μετά, συμβάλλει στην διαλεύκανση της ομηρικής, διαχρονικής σημειολογίας.
Ή αλλιώς, όπως θα έλεγε ο Μ. Σπινόζα:
Ένα πράγμα μπορεί να φαίνεται τυχαίο μόνο εξαιτίας της ελλιπούς μας γνώσης».
Θεώρησα σκόπιμο να κλείσω ποιητικά την παρούσα εργασία μου από Έλληνες ποιητές που έχουν γράψει για τον άτυχο αυτόν νέο:
«Αυτός, που, ακούγοντας το βήμα των συντρόφων του
να ξεμακραίνει πάνω στα χαλίκια, μες τη μέθη του,
αντί να κατεβεί τη σκάλα που ‘χε ανέβει, πήδησε ίσα
τον τράχηλό του κόβοντας, έφτασε πρώτος
μπροστά στο μαύρο στόμιο. Κι ούτε που άγγιξε
το αίμα του μαύρου κριαριού. Το μόνο που ζήτησε
ήταν μια πήχη τόπος στ’ ακρογιάλι της Αιαίας
κ’ εκεί να στήσουν το κουπί του - εκείνο που ‘λαμνε
πλάι στους συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, και δόξα
στ’ όμορφο παλικάρι. Αλαφρόμυαλο το ‘παν. Ωστόσο
μήπως δε βοήθησε κ’ εκείνο κατά δύναμη
στο μεγάλο ταξίδι τους; Για τούτο, κιόλας, ο Ποιητής
το μνημονεύει χώρια, αν και με κάποια περιφρόνηση,
κ’ ίσως γι’ αυτό ακριβώς με πιότερο έρωτα».
Γιάννης Ρίτσος (Μαρτυρίες 1966)
Ο ηδονικός Ελπήνωρ
«Τον εἶδα χτὲς νὰ σταματᾶ στὴν πόρτα
κoιτῶ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου θἄ᾿ταν
ἑφτὰ περίπου μιὰ γυναίκα ἦταν μαζί του.
Εἶχε τὸ φέρσιμο τοῦ Ἐλπήνορα, λίγο πρὶν πέσει
νὰ τσακιστεῖ, κι ὅμως δὲν ἦταν μεθυσμένος.
Μιλοῦσε πολὺ γρήγορα, κι ἐκείνη
κοίταζε ἀφηρημένη πρὸς τοὺς φωνογράφους-
τὸν ἔκοβε καμιὰ φορὰ νὰ πεῖ μία φράση
κι ἔπειτα κοίταζε μ᾿ ἀνυπομονησία
ἐκεῖ ποὺ τηγανίζουν ψάρια- σὰν τὴ γάτα.
Αὐτὸς ψιθύριζε μ᾿ ἕνα ἀποτσίγαρο σβηστὸ στὰ χείλια:
- Ἄκουσε ἀκόμη τοῦτο. Στὸ φεγγάρι
τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε σὰν τὸ καλάμι
ἀνάμεσα σὲ ζωντανοὺς καρποὺς — τ᾿ ἀγάλματα-
κι ἡ φλόγα γίνεται δροσερὴ πικροδάφνη,
ἡ φλόγα ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, θέλω νὰ πῶ»…
Γιώργος Σεφέρης (Κίχλη 1947)
Τα κείμενα είναι από το βιβλίο του συγγραφέα Μπάμπη Κατσίμπα “ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΛΑΕΡΤΙΑΔΗΣ – Το τραγούδι των Σειρήνων στα Ομηρικά Έπη” καθώς και από το υπό τελική επεξεργασία βιβλίο του ιδίου συγγραφέα με τίτλο “ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΛΑΕΡΤΙΑΔΗΣ – Το Αίνιγμα της Ομηρικής Ιθάκης”
Ο Μπάμπης Κατσίμπας είναι Διπλωματούχος Περιβαλλοντικών Επιστημών (Γεωγράφος, Οικολόγος) Πανεπιστημίου Denver Colorado. Πτυχιούχος Πολιτικός Μηχανικός και μελετά στην κατεύθυνση ότι Ομηρική Ιθάκη είναι η Λευκάδα.
Οι Λωτοφάγοι στον Όμηρο αναφέρονται μόλις σε 22 στίχους της Οδύσσειας (ι΄ 83-104) στην ένατη ραψωδία. Η χώρα τους είναι απροσδιόριστη, αν και είναι δυνατόν με τα στοιχεία που μας δίδονται να γίνουν κάποιες γεωγραφικές υποθέσεις.
Το σημείο από το οποίο τα πλοία τα πολυταξιδεμένα λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής έπλεαν ακυβέρνητα, είναι γνωστό και σαφές· το στενό μεταξύ Κυθήρων και Μαλέα. Γνωστό στη ναυσιπλοΐα λίαν επικίνδυνο μπουγάζι το οποίο σαρώνουν απρόσκοπτα, κυρίως, οι Βορειο-ανατολικοί και Νοτιοδυτικοί άνεμοι. Στην περίπτωσή μας ο Ραψωδός αναφέρει αόριστα δυνατό Βοριά.
Επειδή από άλλα χωρία οι τρεις διευθύνσεις του Βορέα στο ομηρικό ανεμολόγιο είναι γνωστές: Καθαρός Βοριάς = Βορέης ἀκραιὴς, Βόρειο Δυτικός = Βορέης αἰθρηγενέτης, Βόρειο Ανατολικός = Βορέης αἰθρηγενὴς, ο αναφερόμενος Βοριάς πρέπει να είναι ο ισχυρότατος, λόγω τοπικών συνθηκών, Βόρειο Ανατολικός, ο οποίος βεβαίως κινείται προς τη νοτιοδυτική διεύθυνση. Σε σχέση με τα Κύθηρα και τον Μαλέα, η χώρα των Λωτοφάγων βρίσκεται κάπου στη Βορειοδυτική Αφρική.
Με αυτό το δεδομένο οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις θέτουν την άγνωστη γη των Λωτοφάγων στην περιοχή της Τυνησίας στο βάθος της Μικρής Σύρτης. Ορισμένοι θεωρώντας σωστά, την παρουσία στην περιοχή τεράστιας ημιαποξηραμένης λιμνοθάλασσας (Χοτ ελ Τζερίντ), εκτιμούν ότι παλαιότερα ήταν μεγάλος και βαθύς κόλπος ώστε πολύ πιο μακριά από την ακτή θα πρέπει να βρισκόταν η χώρα του Λωτού, εκεί που σήμερα βρίσκεται μόνο η άμμος της ερήμου. Ίσως να ήταν και έτσι εάν ο χρόνος που αναφέρεται της ακυβέρνητης πλεύσης από τον Μαλέα, ήταν μικρότερος. Ο Όμηρος ομιλεί για 9 μέρες υπό σφοδρή καταιγίδα πορείας, γεγονός που επιμηκύνει πολύ την απόσταση. Το ταξείδι από Κρήτη σε Αίγυπτο, για παράδειγμα (κάπου 450 μίλια), βάσταξε λιγότερο από τέσσερα 24ωρα, εννέα πλήρη ημερόνυχτα (τη δέκατη ημέρα έφτασαν οι ήρωές μας), θέτουν τον ζητούμενο στόχο ίσως και έξω από το Γιβραλτάρ, πράγμα που όμως αποκλείει η Νότιο-Δυτική πορεία.Έτσι φτάνουμε σε αδιέξοδο εάν δεν υπήρχε η θεωρία που θέλει στο βαθύ παρελθόν (Νεολιθική Εποχή γύρω στο 7.000 π.Χ.) όλη τη Σαχάρα να είναι θάλασσα και ότι η σημερινή Αφρική ήταν δυο μικρότερα κομμάτια, το βορειοδυτικό ονομαζόταν Λιβύη και το νοτιοανατολικό Αιθιοπία. Εάν φανταστούμε έτσι την τότε γεωγραφική πραγματικότητα, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν στο βάθος της Σαχάρας (ήταν θάλασσα), σε κάποια ακτή, κάπου στη σύγχρονη Μαυριτανία πολύ κοντά στον Ατλαντικό. Το γεγονός ότι κατόπιν οδηγήθηκαν στη γη των Κυκλώπων που θεωρείται από πολλούς ότι
βρίσκεται στη Δυτική ακτή της Αφρικής στον Ωκεανό, επικυρώνει τη θεωρία των δυο χωριστών τμημάτων, κάποτε, της Μαύρης Ηπείρου.
Οι Λωτοφάγοι περιγράφονται σαν ειρηνική και φιλόξενη κοινωνία. Το γεγονός ότι τρέφονται από λωτό, ‘‘…ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν …’’, ένα άγνωστο καρπό ενώ δεν αναφέρονται καθόλου ζώα, τους τοποθετεί στο συλλεκτικό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης χωρίς τη γνώση γεωργίας και κτηνοτροφίας. Παρά τη διατροφική οπισθοδρόμηση, η φιλική προς τους ξένους και εγκάρδια συμπεριφορά αποτελούν πολιτισμική αντίθεση που όμως αν και σπάνια, υπάρχει. Μια με τέτοιο χαρακτηριστικό φυλή είναι οι βορεινοί Άβιοι της Ιλιάδας. Είναι να θαυμάζει κανείς αυτή την ποικιλόμορφη ανθρωπογεωγραφία των Επών· γεγονός που επιτείνει την ιστορικότητα.
Το επόμενο στοιχείο της παράξενης διήγησης των Λωτοφάγων είναι αυτό τούτο το δένδρο, ή θάμνος, ή πόα του Λωτού. Βέβαια όταν αναφέρεται καρπός γλυκός και οπωσδήποτε θρεπτικός, για να είναι η κύρια τροφή κάποιου λαού, μας οδηγεί να σκεφθούμε ότι πρόκειται για πολυετές καρποφόρο δένδρο.
Η ονομασία λωτός στο ομηρικό λεξικό αποδίδεται και σε κάποια πόα σαν το τρυφύλλι, καθαρά κτηνοτροφικό φυτό. Έπειτα υπάρχει και ο λωτός της εποχής μας, το γλυκό μαλακό στην ωριμότητα φρούτο που συλλέγεται αργά το φθινόπωρο. Ο Ηρόδοτος διευκρινίζει ότι ο λωτός των Λωτοφάγων είναι μικρός καρπός με τη γλυκύτητα του χουρμά (2,96). Άρα η λέξη λωτός αφού συναντάται να αφορά διαφορετικό φυτό, είναι μάλλον επίθετο που ονοματοποιήθηκε: Λώστος (καρπός) --> λωστός --> λωττός --> λωτός. Μερικοί τον ταυτίζουν με τα τζίτζιφα και άλλοι με τα μελικούκκουδα, πράγμα που ταιριάζει στην περιγραφή του Ηροδότου.
Η πιο περίεργη όμως ιδιότητα του λωτού ήταν η φαρμακευτική του επίδραση. Όποιος τον έτρωγε λησμονούσε το παρελθόν, το σπίτι, τα αγαπημένα πρόσωπα, ώστε τελικά να χάσει τη λαχτάρα του νόστου. Η δράση αντίστοιχα, περίπου, με τα σύγχρονα αντικαταθλιπτικά ίσως με πιο έντονη την επίδραση στη μνήμη.
Και σε άλλο σημείο της Οδύσσειας περιγράφονται ουσίες που επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα με αντικαταθλιπτική και αγχολυτική δράση:
Α ὐτίκ’ ἄρ εἰς οἷνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον,
νηπενθςέ τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων. ...»
Το φάρμακο που έβαλε η Ελένη στα ποτήρια (με κρασί) των συνδαιτυμόνων στο παλάτι του Μενελάου για να καταστείλει τη συγκίνηση και τον πόνο που προκαλούσαν οι αναμνήσεις των Τρωικών. Ηρεμούσε την πίκρα, τον πόνο, τον θυμό και προκαλούσε άμβλυνση της μνήμης των κακών.
Στον λωτό η επίδραση αφορούσε πολύ περισσότερο τη μνήμη και τον δεσμό με τα γεγονότα του παρελθόντος, ενώ προκαλούσε πρωτόγνωρη ευφορία και ευχάριστη ψυχική διάθεση.
Για την περίπτωση της Ελένης έχουνε προταθεί το όπιο και η κάνναβις σαν αιτίες που πρέπει να υποτεθούν. Για τους λωτούς, αυτή η ισχυρή άμβλυνση της μνήμης μα σύγχρονη ευφορική διάθεση για τα γεγονότα του παρόντος, η ουσία που είναι υπεύθυνη, ακριβώς, δεν είναι ακόμα σε γνώση της επίσημης φαρμακολογίας. Τα σύγχρονα ναρκωτικά επιφέρουν ψυχική εξάρτηση από το φάρμακο (αδήριτη ανάγκη να το πάρουν) παράλληλα με την ευχαρίστηση που προκαλούν αλλά, η επίδραση στη μνήμη δεν υπάρχει. Η έρευνα έχει ακόμα ανοικτό πεδίο στην φαρμακολογία του Ομήρου.
Όπως είναι φανερό η οπτική από την οποία ερευνάται η ομηρική δημιουργία είναι απόλυτα προσηλωμένη στο δόγμα ότι ο θείος Ποιητής περιγράφει πραγματικά γεγονότα. Όπου υπάρχουν δυσκολίες απόλυτης ερμηνείας προτείνονται οι πιο λογικές λύσεις. Όπου έχουμε να κάνουμε με υπερβατικές και υπερφυσικές αναφορές, ερευνάται η πιθανότητα αλληγορικής καταγραφής. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο αντιμετωπίζεται σαν ιστορική πραγματική έμμετρη καταγραφή. Αν κάποτε ο Όμηρος εθεωρείτο γλαφυρός παραμυθάς, σήμερα αποδεικνύεται υπεύθυνος Ιστορικός. Η έρευνα σταθερά και αποστομωτικά τον δικαιώνει. Τα ελάχιστα πλέον ανερμήνευτα περιμένουν τους νέους ερευνητές και η πεποίθηση είναι ότι αργά ή γρήγορα θα διαλευκανθούν!
Ομηριστές Μπάμπης Κατσίμπας (Κύκλωψ), Γιώργος Παπακωνσταντίνου (Λωτοφάγοι).